Εἷς ἀπὸ τοὺς πρώην ἐραστὰς αὐτῆς, ὀνόματι Φιλόστρατος, ὅταν ἤκουσε τὴν ἐπιστροφήν της εἰς Χριστόν, ἐλυπήθη ὑπερβαλλόντως· ἔχων δὲ πόθον διάπυρον νὰ τὴν ἴδῃ καὶ νὰ συνομιλήσωσιν, ἐνεδύθη ράσα μοναχικὰ ὁ ἀναίσχυντος, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐμποδίσωσι καὶ ἐπροφασίσθη ὅτι ἤθελε νὰ τῆς ὁμιλήσῃ διὰ ψυχικήν της ὠφέλειαν. Πιστεύσας δὲ ὁ ἀπονήρευτος Γερμανὸς τοὺς δολίους καὶ ψευδοπλάστους τοῦ Φιλοστράτου λόγους τὸν ἀφῆκε νὰ συνομιλήσῃ μὲ τὴν Ὁσίαν. Βλέπων δὲ ταύτην, ὁ ἀνόσιος, οὕτω τεταπεινωμένην καὶ ἀδύνατον ἀπὸ τὴν ἐγκράτειαν, τὴν ἐκοίταξε μὲ βλέμμα ἄγριον καὶ λέγει πρὸς αὐτήν· «Τίς σὲ κατέπεισεν, Εὐδοκία, νὰ ἔλθῃς εἰς τόσην ἀγνωσίαν; Νὰ ἀφήσῃς τόσον πλοῦτον καὶ τοιαύτην μακαριότητα ὅπου εἶχες καὶ πᾶσαν ἀπόλαυσιν, ἵνα ἔλθῃς εἰς τοσαύτην στενοχωρίαν καὶ ἀπορίαν τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων καὶ νὰ εἶσαι πλέον νεκρὰ διὰ τὸν κόσμον ματαίως καὶ ἀνωφελῶς καὶ κλαίει καὶ θρηνεῖ διὰ τὴν ἀγάπην σου ἡ πόλις ὅλη; Ἀλλὰ ἄκουσόν μου, κυρία μου· ἐλθὲ νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν προτέραν ἀπόλαυσιν καὶ μὴ μαραίνῃς τὸ κάλλος σου μὲ τὴν ἀδιάκριτον νηστείαν. Σὺ ἤσουν ὡραία καὶ πάγκαλος ὡς θεά, τώρα δὲ κατάντησες ἄσχημος καὶ δύσμορφος. Ποῖος ἄλλος ὑπέπεσεν εἰς τόσην ἀγνωσίαν, νὰ χαρίσῃ ὅλον τὸν πλοῦτον του διὰ ματαίαν ἐλπίδα μελλούσης μακαριότητος, τῆς ὁποίας δὲν γνωρίζεις τὸ βέβαιον; Λοιπόν, πρὶν ἀφανισθῇ τελείως ἡ καλλονή σου καὶ γίνῃ ἄχρηστον τὸ βασιλικόν σου πρόσωπον, ἀκολούθησόν με διὰ νὰ χαρῶμεν τὸν κόσμον προτοῦ γηράσωμεν».
Τοιαῦτα καὶ ἕτερα ὅμοια φλυαροῦντος τοῦ ἀθλίου ἐκείνου, ὠργίσθη κατ’ αὐτοῦ ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐφύσησε μετὰ θυμοῦ εἰς τὸ πρόσωπον λέγουσα· «Ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός ὁ δίκαιος Κριτής, τοῦ ὁποίου ἔγινα δούλη, ἡ ἀναξία καὶ βέβηλος, νὰ σὲ ἐπιτιμήσῃ νὰ μὴ ἐξέλθῃς καλῶς ἀπ’ ἐδῶ, ἐπειδὴ εἶσαι τέκνον τοῦ διαβόλου καὶ συμβουλεύεις ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐτιθυμεῖ». Ταῦτα εἰπούσης τῆς Ὁσίας ἔπεσεν εὐθὺς ὁ Φιλόστρατος καὶ ἐξεψύχησεν. Βλέπουσαι αἱ μονάζουσαι τοιοῦτον ἔργον τῆς Ὁσίας θαυμάσιον, ἐθαύμαζον διὰ τὴν παρρησίαν, τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς Κύριον, πλὴν ὅμως ἡσύχαζον καὶ ἀνέμενον νὰ ἴδουν τὸ ἀποβησόμενον. Τὸ μεσονύκτιον εἶδεν εἰς ὀπτασίαν ἡ Ὁσία τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις τῆς ἔλεγεν· «Εὐδοκία, ἐγείρου καὶ κάμε προσευχὴν νὰ ἀναστηθῇ ὁ νεκρός, διὰ νὰ γνωρίσῃς τὴν δύναμίν μου καὶ τότε νὰ σὲ ἀξιώσω μεγαλυτέρου χαρίσματος, ἐπειδὴ ἐπίστευσες εἰς ἐμὲ καὶ ἀπηρνήθης τὴν κοσμικὴν ματαιότητα».