«Ἐὰν ὅμως θέλῃς νὰ μὲ ἀκούσῃς, συνέχισε λέγων ὁ Μοναχὸς Γερμανός, ἠμπορεῖς νὰ σωθῇς καὶ νὰ δοξασθῇς αἰωνίως, νὰ κληρονομήσῃς ἀπόλαυσιν ἄρρητον, ἡδονὴν ἀνεκλάλητον καὶ ζωὴν ἀθάνατον μετὰ θάνατον. Ἐὰν θέλῃς νὰ σωθῇς, δύο πράγματα πρέπει νὰ κάμῃς, διὰ νὰ εὕρῃς σωτηρίαν καὶ παρρησίαν πρὸς Κύριον· πρῶτον νὰ λάβῃς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, τὸ ὁποῖον καθαρίζει ὅλους τοὺς ρύπους καὶ τοὺς μολυσμοὺς τῶν ἁμαρτιῶν καὶ δεύτερον νὰ σκορπίσῃς καλῶς τὸν πλοῦτον, τὸν ὁποῖον κακῶς ἀπέκτησες. Νὰ διαμοιράσῃς αὐτὸν μετὰ χαρᾶς εἰς πτωχοὺς καὶ πένητας καὶ τότε θέλει σοῦ δώσει ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς Βασιλεὺς πλουσιόδωρος, ἀντὶ τοῦ βίου τούτου τοῦ φθειρομένου καὶ ρέοντος, πλοῦτον ἄσυλον καὶ βίον ἀεὶ διαμένοντα, θέλει σὲ συναριθμήσει μετὰ τῶν Ἁγίων Παρθένων καὶ θέλεις συμβασιλεύει μετὰ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν αἰῶνα».
Τοὺς λόγους τούτους τοῦ Ὁσίου Γερμανοῦ ἀκούσασα ἡ Εὐδοκία καὶ περιδεὴς γενομένη εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πῶς θὰ ζήσω ὕστερον, ὅταν σκορπίσω τὸν πλοῦτον μου, ἐφ’ ὅσον εἶμαι καλομαθημένη καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ στενοχωρηθῶ; Ποῖος θὰ ἔχῃ τὴν φροντίδα μου; Ἀλλὰ καὶ πῶς θὰ βεβαιωθῶ, ὅτι ὅσα μοῦ εἶπες εἶναι ἀληθινά, τὰ ἀγαθὰ δηλαδή, τὰ ὁποῖα κληρονομοῦν εἰς τὸν Παράδεισον, ὅσοι καταφρονήσουν τὰ πρόσκαιρα, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ προθύμως εἰς τὸν Χριστόν, νὰ τοῦ δουλεύω ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου γινομένη εἰς πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς μετανοίας ὑπόδειγμα». Ἀπεκρίθη ὁ Γερμανός· «Μὴ ἔχῃς διαλογισμοὺς εἰς τὸν νοῦν σου, διότι ὁ διάβολος εἶναι πονηρὸς καὶ ἐὰν ἴδῃ ὅτι ἀμφιβάλλεις, διαστρέφει τὴν καρδίαν σου, διὰ νὰ μὴ δυνηθῇς νὰ φύγῃς ἀπὸ τὴν ὑποταγήν του καὶ διὰ νὰ ἐπιτύχῃ νὰ σὲ ρίψῃ ἐν τέλει εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, νὰ φλογίζεσαι μετ’ αὐτοῦ αἰωνίως. Ἐὰν δὲ θέλῃς νὰ βεβαιωθῇς διὰ τὴν ἀλήθειαν, ἐκδύσου αὐτὰ τὰ πλούσια φορέματα καὶ ὅλα τὰ στολίδια, τὰ ὁποῖα φορεῖς, καὶ ἐνδύσου πτωχικὰ καὶ καταφρονεμένα ἱμάτια, κλείσου μίαν ἑβδομάδα εἰς τὸν κοιτῶνά σου καὶ προσεύχου πρὸς τὸν Θεὸν νῆστις μετὰ δακρύων. Τότε ὁ Θεός, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, θέλει σοῦ δείξει ὀπτασίαν τινὰ κατὰ τὸν πόθον σου· καὶ ὅ,τι σοῦ φανερώσῃ, προθύμως ποίησον».
Τότε ἡ Εὐδοκία ὑπεσχέθη νὰ πράξῃ καθὼς τὴν συνεβούλευσεν ὁ Μοναχός· παρεκάλεσε δὲ τοῦτον να παραμείνῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὸν οἶκον, ὅπου ἔμενε καὶ νὰ προσεύχεται δι’ αὐτήν, ἕως ὅτου παρέλθῃ ἡ ἑβδομὰς διὰ νὰ ἴδουν τὸ ἀποβησόμενον· ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὸν καὶ χρήματα διὰ τὰ ἔξοδα. Προσηύχετο δὲ ὁ Γερμανὸς πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν Εὐδοκίαν, εἰς τὸ τέλος δὲ τῆς προσευχῆς του προσέθεσε καὶ ταῦτα·