Βλέπων δὲ ὁ μισάνθρωπος καὶ φθονερὸς δαίμων τὴν θαυμαστὴν καρτερίαν αὐτοῦ, ἔτριζε τοὺς ὀδόντας καὶ ἐκίνησε κατ’ αὐτοῦ δεινοὺς καὶ μεγάλους πολέμους, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ χάσῃ τὴν ὑπομονὴν τὴν ὁποίαν εἶχε τόσον μάλιστα σταθεράν. Καὶ πρῶτον μὲν ἠνάγκαζε τοὺς δούλους νὰ τὸν ἐνοχλῶσιν· ἄλλοι ὕβριζον αὐτὸν καὶ τὸν ἐρράπιζον· ἕτεροι ἔχυναν ἐπάνω του τὰ ἀποπλύματα τῶν ἀγγείων καὶ ἄλλας πολλὰς ἀταξίας τοῦ ἔκαμναν, οἱ ἀναίσχυντοι. Ἀλλὰ ταῦτα ὅλα ὑπέμεινεν ὁ ἀήττητος, γνωρίζων ὅτι ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας ἐγίνοντο ταῦτα. Οὐδέποτε δὲ ἐγόγγυσεν, οὔτε εἶπε λόγον κατ’ αὐτῶν ἀπρεπῆ, μόνον τὸν Δεσπότην Χριστὸν παρεκάλει νὰ τοῦ δίδῃ μέχρι τέλους ὑπομονήν, διὰ νὰ μὴ ζημιωθῇ τὸν μισθὸν τῆς ἀνταποδόσεως. Ὄχι δὲ μόνον τὸν πόλεμον τοῦτον εἶχεν ὁ Ὅσιος, ἀλλὰ καὶ ἄλλον χαλεπώτερον. Τὸ παράθυρον τοῦ δωματίου τῆς νύμφης ἔβλεπεν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου· αὕτη δέ, ὡς νέα Ρούθ, δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός της, ἀλλὰ μετὰ τῆς πενθερᾶς της ἐκάθηντο κλαίουσαι πολλάκις καὶ ὀδυρόμεναι, ἡ μὲν τὴν χηρείαν, ἡ δὲ τὴν τοῦ μονογενοῦς καὶ φιλτάτου υἱοῦ στέρησιν καὶ οὔτε τὸ διάστημα τοῦ χρόνου, οὔτε ἄλλαι παρηγορίαι, ὅπου τοὺς ἔλεγον οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἠδύναντο νὰ καταπραΰνουν τὸν πόνον των. Ὅσον ὅμως παρήρχετο ὁ καιρὸς καὶ δὲν ἐμάνθανον τίποτε διὰ τὸν ἠγαπημένον των, τοσοῦτον αἱ καρδίαι των τὸν ἐπεθύμουν.
Ἐκεῖ λοιπὸν καθήμενος ὁ Ἅγιος ἤκουε τὴν ὁμόζυγον αὐτοῦ νὰ λέγῃ μοιρολογοῦσα κατὰ τὴν τῶν γυναικῶν συνήθειαν· «Οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὴν ἄχαρον νύμφην καὶ δυστυχῆ ζωντοχήραν. Φεῦ! εἰς ἐμὲ τὴν ἀθλίαν καὶ κακοδαίμονα. Εἰς ποῖον τόπον νὰ εὑρίσκεται ὁ ἠγαπημένος σύντροφός μου; Τί ἔγινες, νυμφίε μου φίλτατε; Πῶς ἐφάνης τοσοῦτον σκληρὸς πρὸς ἐμὲ τὴν τάλαιναν; Τί κακὸν σοῦ ἔπταισα καὶ μὲ ἀπηρνήθης; Διὰ ποίαν αἰτίαν τοσοῦτον μὲ ἐμίσησες; Ἐὰν εἶχες γνώμην νὰ μὲ ἀφήσῃς, διατί μὲ ἔβαλες εἰς τὰ βάσανα καὶ θλίβομαι τόσους χρόνους διὰ τὴν ἀγάπην σου, ἄσπλαγχνε; Ἀλλ’ οὔτε καὶ ἓν γράμμα ἔστειλες νὰ μάθω πῶς διάγεις εἰς τοὺς ξένους τόπους καὶ ποῦ εὑρίσκεσαι ἢ νὰ μοῦ παραγγείλῃς πῶς νὰ πορεύωμαι. Δὲν ἐπέδειξες οὐδεμίαν φροντίδα δι’ ἐμέ, μόνον μὲ ἐνυμφεύθης ματαίως καὶ ἄκαρπα. Ἔπειτα ἔφυγες καὶ μὲ ἀπεχθάνεσαι, ὡσὰν νὰ ἤμην προδότης. Ἀλλὰ σὺ μὲν ἐφάνης πρὸς ἐμὲ τόσον σκληρὸς καὶ ἄπονος, ἐγὼ ὅμως θὰ κάμω ὅλως τὸ ἀντίθετον. Θὰ μιμηθῶ τὴν ἄμωμον καὶ ἄδολον τρυγόνα, ἥτις, ὅταν χάσῃ τὸν σύντροφον αὐτῆς, δὲν κάθεται πλέον εἰς χλωρὸν κλάδον, οὔτε πίνει ποτὲ ὕδωρ καθαρόν, οὔτε κελαδεῖ·