Ἦτο δὲ καὶ ἡ σύζυγός του, Ἀγλαῒς ὀνόματι, γυνὴ εὐλαβὴς καὶ καλόγνωμος καὶ οὕτως ἐπορεύοντο καὶ οἱ δύο ἀμέμπτως εἰς τὸν καλὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς. Εἶχον ὅμως ἀμφότεροι λύπην μεγάλην, διότι δὲν ἀπέκτησαν παιδίον διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὸν πλοῦτον των. Ὅθεν ἐδέοντο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, μετὰ πίστεως, νὰ τοὺς δώσῃ, τέκνον. Ὁ δὲ Κύριος ἐπήνουσε τὴν δέησιν αὐτῶν καὶ ἡ Ἀγλαῒς συλλαβοῦσα ἐγέννησεν υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασαν Ἀλέξιον. Ἔγινε λοιπὸν χαρὰ μεγάλη εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην καὶ ἄμετρος ἀγαλλίασις. Ἀφ’ οὖ δὲ ἀπεγαλάκτισαν τὸ παιδίον, τὸ ἐξεπαίδευον εἰς τὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα μετὰ μεγάλης ἐπιμελείας ἐμάνθανεν, ἕως ὅτου ἦλθεν εἰς νόμιμον ἡλικίαν. Ἐπειδὴ δὲ, ὁ εὐλογημένος Ἀλέξιος ἦτο ὀξὺς κατὰ τὸν νοῦν καὶ εὐφυής, ἔμαθεν εἰς ὀλίγον καιρὸν ὅλην τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, γραμματικὴν καὶ ἄλλα ὅσα ἥρμοζον. Ἐκ τῆς μαθήσεως λοιπὸν ταύτης καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων ἔγινε σοφώτατος.
Ἐννοήσας λοιπὸν ὁ μακάριος Ἀλέξιος τὴν ματαιότητα καὶ τὴν ἀστάθειαν τοῦ κόσμου, ὡς καὶ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατος, ἀπεφάσισε νὰ ἀπαρνηθῇ τὰ παρόντα ἀγαθὰ τοῦ βίου, ὡς πρόσκαιρα καὶ εὐμάραντα, διὰ νὰ κληρονομῄση τὰ ἄφθορα καὶ αἰώνια. Ταῦτα μελετῶν καθ’ ἑκάστην ὁ ἐκ Θεοῦ πεφωτισμένος καὶ πάνσοφος, ἐνεδύθη ράσον τρίχινον κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, τὸ ὁποῖον ἐφόρει κατὰ σάρκα, ἔξωθεν δὲ ἐφόρει τὰ μεταξωτὰ καὶ χρυσοΰφαντα διὰ νὰ μὴ τὸν ὑποψιασθοῦν. Οἱ δὲ γονεῖς του, ἀγνοοῦντες τὴν ἔνθεον αὐτοῦ γνώμην, ἐσκέπτοντο νὰ τὸν ὑπανδρεύσουν, ποθοῦντες νὰ ἴδωσιν ἀπογόνους ἐξ αὐτοῦ. Ἐρευνῶντες λοιπὸν εἰς ὅλην τὴν Ρώμην, εὗρον ὡραίαν τινὰ καὶ πάγκαλον κόρην, ὁμοίαν αὐτοῦ κατὰ τὸν πλοῦτον καὶ εὐγενῆ, ἀπὸ γένος βασιλικὸν καὶ περίφημον. Ὁ Ἀλέξιος ὅμως εἶχε τὴν καρδίαν του ὁλοψύχως ἀφιερωρωμένην εἰς τὰ οὐράνια καὶ οὐδόλως ἐσκέπτετο τὰ ἐπίγεια πράγματα. Καθ’ ἑκάστην προσηύχετο μυστικὰ πρὸς τὸν κρυφιογνώστην Θεὸν καὶ ἔχυνεν ὡς ποταμὸν τὰ δάκρυα, δεόμενος αὐτοῦ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ κοσμοκράτορος καὶ νὰ τὸν φωτίσῃ νὰ κάμῃ τὸ συμφερώτερον εἰς τὴν ψυχήν του.
Καὶ ταῦτα μὲν ἔλεγε καθ’ ὅλην σχεδὸν τὴν νύκτα, εὐχόμενος ὁ μακάριος, κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν μετέβαινεν εἰς τὰς Ἐκκλησίας διὰ νὰ προσκυνήσῃ, δίδων εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνας, φανερὰ καὶ κρυφίως, διὰ νὰ παρακαλῶσι τὸν Κύριον νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τόπον σωτηρίας. Εἰς τοὺς γονεῖς του δὲ ἔλεγεν, ὅτι δὲν ἤθελε νὰ ὑπανδρευθῇ διὰ νὰ μὴ ἔχη φροντίδας καὶ μερίμνας. Αὐτοὶ ὅμως τὸν ἐπίεζον νὰ τοὺς ἀκούσῃ, ἐπειδὴ ἡ νύμφη ἦτο ἐκλεκτὴ καὶ δὲν θὰ εὕρισκον κατόπιν ἄλλην ὁμοίαν αὐτῆς.