Ὅταν δὲ τὰ ἔδεσεν, ἐδοκίμασε νὰ τὰ σηκώσῃ καὶ δὲν ἠδύνατο. Ἀποθέσας δὲ τὸ δεμάτιον, ἐπρόσθεσε καὶ ἄλλα ξύλα καὶ τὰ ἔκαμε περισσότερα. Τοῦτο δὲ καὶ ἔπραττεν ἐν συνεχείᾳ. Ἀφοῦ δὲ ἐπροχώρησαν ὀλίγον, ἔδειξεν ὁ Ἄγγελος εἰς αὐτὸν ἄλλον ἄνθρωπον, ὅστις ἤντλει ὕδωρ ἐξ ἑνὸς λάκκου, δι᾽ ἑνὸς δοχείου κατατρυπημένου, ἕως ὅτου δὲ ἀνασύρῃ τοῦτο ἀπὸ τὸν λάκκον ἐχύνετο ὅλον τὸ ὓδωρ. Ἀφοῦ δὲ ἐπροχώρησαν ὀλίγον ἀκόμη, τοῦ ἔδειξε Ναὸν μέγιστον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐδοκίμαζον ἐπὶ ὥραν πολλὴν δύο ἄνδρες ἔφιπποι νὰ εἰσέλθωσι, βαστάζοντες ὁριζοντίως παμμέγιστον ξύλον, τὸ ὁποῖον ὅμως τοὺς ἠμπόδιζε καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸν Ναόν. Διότι δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ κύψουν οὔτε νὰ ἀφήσουν τὸ ξύλον ἢ νὰ τὸ σηκώσουν κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀλλὰ ἐβάσταζον τοῦτο ἐξηπλωμένον κατὰ τρόπον ποὺ τοὺς ἠμπόδιζε τὴν εἴσοδον».
«Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἄγγελος ἔδειξε ταῦτα εἰς τὸν Ὅσιον, τοῦ ἀπεκάλυψε καὶ τὴν σημασίαν αὐτῶν, εἰπών· «Αὐτοί, οἵτινες βαστάζουν τὸ ξύλον, εἶναι ὅσοι πιστεύουν, ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των γίνεται δι’ αὐτοὺς ἄβατος ἡ ὁδὸς τῆς ταπεινώσεως καὶ οὕτω μένουν ἔξω τῆς οὐρανίου Βασιλείας οἱ ανόητοι. Ἐκεῖνος δέ, ὅστις ἤντλει τὸ ὕδωρ μὲ τὸ τρυπημένον δοχεῖον, ἐκαλλιέργει ἀρετάς, ἤτοι νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας καὶ ἄλλα· ἀλλὰ διότι εἶναι ἀνθρωπάρεσκος, δηλαδὴ ἀρέσκει εἰς αὐτὸν ἡ ἐπίδειξις πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν εὐχαριστεῖται νὰ γνωρίζῃ ταῦτα μόνον ὁ Θεός, ἀλλ’ ἐπιζητεῖ τὸν ἔπαινον τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοῦτο, δικαίως, μισεῖ ὁ Θεὸς τὰς πράξεις του καὶ οὕτω δὲν ἔχει καθόλου μισθόν. Ἐκεῖνος δὲ πάλιν, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ σηκώσῃ τὰ ξύλα, εἶναι αὐτὸς ὅστις ἔχει πολλὰ ἁμαρτήματα καὶ ἀντὶ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ τὰ ἀποβάλῃ, προσθέτει καὶ ἄλλα, ὁ ἄφρων». Ταῦτα λέγων ὁ θεῖος Ἀρσένιος ἐθεράπευεν ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀκροατῶν του τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον ἐνεφώλευεν ἐντὸς αὐτοῦ καὶ ὅλοι ὠφελοῦντο πολὺ ἐκ τῶν νουθετικῶν καὶ διδακτικῶν λόγων του [1].
Ἄλλοτε πάλιν ὁ θεῖος Ἀρσένιος διηγήθη εἰς τοὺς Πατέρας τὸ ἑξῆς θαυμάσιον· «Μοναχός τις ἔζη εἰς τὴν Σκήτην, γέρων κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν θαυμάσιος. Πλὴν ἦτο ἁπλοῦς καὶ ἀγράμματος. Ὅθεν, εὑρὼν αὐτὸν ὁ δαίμων ἀμαθῆ καὶ ἀγροῖκον, ἔσπειρεν εἰς τὴν διάνοιάν του ζιζάνια καὶ ἔλεγεν, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἄρτος, τὸν ὁποῖον μεταλαμβάνομεν, δὲν εἶναι καθ’ αὑτὸ καὶ κυρίως Σὰρξ καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀλλὰ τούτων ἀντίτυπα.