Ἦτο δὲ πολὺ ταπεινὸς καὶ εἰς ὅλα τὰ ἔξωθεν ὡς ἦτο καὶ εἰς τὴν ψυχήν, τὰ δὲ ράσα του ἦσαν παλαιὰ καὶ ἐφθαρμένα, τόσον ὥστε, ἐάν τις ἔβλεπεν αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζῃ, ἐνόμιζεν ὅτι ἦτο ἁπλοῦς τις καὶ ἀγράμματος Μοναχός, ἐπειδὴ καθόλου δὲν ἐπεμελεῖτο τὴν σάρκα, ἂν καὶ εἶχε γνωρίσει τὴν πολυτέλειαν τῶν ἀνακτόρων. Διῆγε λοιπὸν ἐν σκληραγωγίᾳ εὐφραινόμενος καὶ εὐχαριστῶν τὸν Θεόν, μὲ ἐκεῖνα τὰ ἐσχισμένα ἱμάτια καὶ μὲ τὰς πενιχρὰς τροφάς, τὰς ὁποίας ἔτρωγε καὶ ἦτο χαρίεις εἰς τὸ πρόσωπον, ὡς νὰ ἔτρωγε ποικίλα καὶ πλουσιώτατα φαγητά.
Ἡπλώθη λοιπὸν ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου εἰς πᾶσαν σχεδὸν πόλιν καὶ χώραν καὶ ἤρχοντο νὰ τὸν ἐπισκέπτωνται, ἵνα ὠφελοῦνται ἀπὸ τοὺς λόγους του. Καὶ ὄχι μόνον ὁ κοινὸς λαός, ἀλλὰ καὶ Προεστῶτες καὶ Ἀρχιερεῖς εἶχον ὡς καύχημά των τὸ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον. Ἦλθον λοιπὸν ἵνα τὸν ἴδουν ὁ ἡγεμὼν τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Πατριάρχης Θεόφιλος. Ἀφοῦ δὲ ἀντήλλαξαν χαιρετισμόν, παρεκάλεσαν τὸν Ὅσιον νὰ ὠφελήσῃ τούτους διὰ λόγων σωτηρίων, διότι, τοῦτο ἐπιθυμοῦντες, τοσοῦτον ἐκοπίασαν. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη λέγων· «Ἐὰν εἴπω εἰς σᾶς τίποτε, θέλετε ὑπακούσει;». Εἶπον ἐκεῖνοι· «Ναί». Τότε εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ πάνσοφος· «Ὅπου ἀκούσετε ὅτι εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε». Οἱ δέ, ἀκούσαντες τοῦτο, δὲν ἐσκανδαλίσθησαν, ἀλλὰ μᾶλλον ηὐφράνθησαν, γνωρίζοντες ὅτι ἔλεγε ταῦτα, διὰ νὰ μὴ τοῦ ἐμποδίσουν τὴν ἡσυχίαν. Ἄλλην πάλιν φορὰν ὁ ὡς ἄνω Ἀρχιεπίσκοπος ἔγραψεν εἰς τὸν Ὅσιον, ἐρωτῶν αὐτόν, ἐὰν θὰ τοῦ ἤνοιγε τὸ κελλίον, ὅταν θὰ μετέβαινεν ἐκεῖ, ἐὰν δὲ ὄχι, νὰ μὴ ἔκαμνεν ἀδίκως τὸν κόπον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀντέγραψεν εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον, λέγων· «Ἂν δεχθῶ τὴν Ἀρχιερωσύνην σου, πρέπει νὰ ὑποδέχωμαι ἅπαντας καὶ τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναχωρήσω καὶ ἀπὸ ἐδῶ διὰ νὰ μὴ μὲ πειράζετε». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Πατριάρχης οὐδέποτε πλέον ἐτόλμησε νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν Ὅσιον.
Μοναχὸς δέ τις παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ τοῦ εἴπῃ λόγον τινὰ ὠφέλιμον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπήντησε· «Σπούδαζε καὶ ἀγωνίζου ὅσον δύνασαι, νὰ ἀρέσκῃ εἰς τὸν Θεὸν ἡ ἔνδοθεν τῆς ψυχῆς ἐργασία καὶ τότε εἶναι δυνατὸν νὰ νικήσῃς καὶ τὰ ἔξω πάθη τοῦ σώματος. Διότι μάταιοι καὶ ἀνωφελεῖς εἶναι οἱ κόποι καὶ οἱ πόνοι τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν νικήσῃς τὸν ἔσω πόλεμον». Ταῦτα καὶ πλεῖστα ἄλλα ἀκούσας ὁ Μοναχὸς οὗτος ἀπὸ τὸν μέγαν Ἀρσένιον ὠφελήθη θαυμασιώτατα ὄχι μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἄλλοι τὸν συνεβουλεύοντο.