Ἄλλοτε πάλιν, ἐρωτώμενος ὑπὸ Μοναχῶν, οἵτινες μετέβαινον εἰς ξένην πόλιν ἢ χώραν, πῶς νὰ πορεύωνται, ἀπεκρίνετο οὕτως· «Ὅταν ὁ Μοναχὸς μεταβῇ εἰς πόλιν, ἂς μὴ ἀποκτήσῃ ἐκεῖ κανένα γνώριμον οὔτε παρρησίαν ἢ οἰκείωσιν μετά τινος, διὰ νὰ φυλάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀβλαβῆ».
Ἕτερος Μοναχὸς ἠρώτησε τὸν Ὅσιον· «Διατί μισεῖς τοὺς ἀνθρώπους καὶ μᾶς ἀποφεύγεις;». Ἀπεκρίθη ὁ Ὅσιος· «Ὅσιε Μάρκε (οὕτως ὠνομάζετο ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος), ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅτι πολὺ σᾶς ἀγαπῶ· ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ νὰ χωρισθῶ εἰς δύο. Νὰ εἶμαι ἀφ’ ἑνὸς μὲ τὸν Θεὸν καὶ ἀφ’ ἑτέρου μαζί σας. Ὅθεν προτιμῶ νὰ ἀρέσκω εἰς τὸν Θεὸν μᾶλλον ἢ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ὅλαι αἱ μυριάδες τῶν Ἀγγέλων ἕνα σκοπὸν καὶ μίαν βουλὴν ἔχουν. Νὰ ὑμνοῦν ἀκαταπαύστως τὸν Θεὸν καὶ νὰ τελοῦν τὰ προστάγματα Αὐτοῦ αὐστηρῶς. Οἱ δὲ ἄνθρωποι ἔχουν ἄλλας ἐπιθυμίας. Ἀλλ’ ἐὰν ζητήσωμεν τὸν Θεόν, μὲ καθαράν, καθὼς πρέπει, πολιτείαν καὶ ἄμεμπτον, θέλει κατοικήσει ἐντὸς ἡμῶν».
Ἦτο δὲ ὁ Ὅσιος τοσοῦτον ἀνώτερος τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν καὶ τῶν ἀναγκῶν ἰσχυρότερος, ὥστε ὄχι μόνον τὴν δίψαν καὶ τὴν πεῖναν ὑπέμενεν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν ὕπνον ἦτο λίαν ἐγκρατής. Διότι τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι δραστικώτερον τούτου, εἰς τὸ νὰ καταθλίβῃ τὴν σάρκα. Οὗτος δὲ ὁ τρισόλβιος διήρχετο πολλὰς νύκτας ἄϋπνος, προσευχόμενος ἀκαταπαύστως καὶ μόνον τὸ πρωΐ, διὰ νὰ μὴ ἀσθενήσῃ τὸ σῶμα του καὶ δὲν δύναται νὰ ἀγωνίζεται, ἐκοιμᾶτο μίαν ὥραν λέγων πρὸς τὸν ὕπνον· «Ἐλθέ, δοῦλε κάκιστε». Καὶ πάλιν ὅταν ἐκοιμᾶτο ὀλίγον, ἠγείρετο καὶ προσηύχετο. Πρὸς δὲ τοὺς παρόντας ἔλεγε· «Φθάνει εἰς τὸν Μοναχὸν νὰ κοιμηθῇ μίαν ὥραν, ἐὰν εἶναι ἀγωνιστὴς καὶ δόκιμος».
Συνήθειαν εἶχεν ὁ θαυμαστὸς οὗτος Ἀρσένιος νὰ ὠφελῇ τοὺς Πατέρας μὲ πράξεις ἁγίας καὶ διηγήματα καὶ ἐνίοτε ὑπεκρίνετο ἄλλο πρόσωπον, ὅταν ἤθελε νὰ διηγηθῇ ὀπτασίαν τινά, τὴν ὁποίαν εἶδε, λέγων, ὅτι ἄλλος ἦτο ὁ ἰδὼν ταύτην Πατήρ, διὰ νὰ ἀποφύγῃ ὁ πάνσοφος τὴν κενοδοξίαν. Διηγήθη λοιπὸν ποτὲ εἰς αὐτοὺς τὴν ἑξῆς ὀπτασίαν· «Γηραιός τις Μοναχός, ἐνῷ ἐκάθητο εἰς τὸ κελλίον του, ἤκουσέ ποτε φωνήν, οὕτω λέγουσαν· «Ἔξελθε ἵνα σοῦ δείξω πῶς ἔχουν τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων». Ὅθεν ἐξελθὼν ἠκολούθησε τὸν Ἄγγελον καὶ ἀφοῦ ἔφθασαν εἰς τόπον τινά, τοῦ ἔδειξε ἄνθρωπον, ὅστις ἔκοπτε ξύλα.