«Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν τὰ κρύφια πάθη ἂς σπεύσωμεν νὰ καθαρισθῶμεν. Ἔχετε δὲ πάντοτε ὑπ’ ὄψει σας καὶ τὴν πλάνην εἰς τὴν ὁποίαν προσπαθεῖ νὰ ρίψῃ τὸν ἄνθρωπον ὁ δαίμων, διὰ νὰ μὴ πλανᾶσθε. Οὗτος, πολλάκις, μὲ τὴν πρόφασιν τοῦ καλοῦ, μᾶς κάμνει καὶ ἁμαρτάνομεν ὁ δόλιος. Ὅταν δηλαδὴ ἔλθῃ ξένος εἰς τὸ κελλίον μας, μὲ τὴν πρόφασιν τῆς φιλοξενίας, καταλύομεν τὴν νηστείαν καὶ σπαταλῶμεν, πίνοντες καὶ γαστριμαργοῦντες οἱ ἄφρονες. Ἄλλους παρακινεῖ εἰς τὴν φιλαργυρίαν ὁ μισόκαλος, διὰ νὰ ἐλεοῦν δῆθεν τοὺς πένητας. Ἄλλους πάλιν συμβουλεύει νὰ ἀφήσουν τὴν ἡσυχίαν, διὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν λαὸν μὲ διδασκαλίαν. Οἱ τοιοῦτοι, νομίζοντες ὅτι ἔφθασαν εἰς τὴν ἀπάθειαν, συνομιλοῦν ἀμερίμνως καὶ μὲ γυναῖκας, πίπτοντες οὕτω οἱ δυστυχεῖς μετὰ πάθους εἰς τὴν ἡδονήν. Ἄλλους πάλιν ἀφήνει ὁ πολυμήχανος ἐχθρὸς ἐπὶ χρόνους πολλοὺς ἀπειράκτους καὶ ἀνενοχλήτους. Πάντες οὗτοι, νομίζοντες ὅτι ἔφθασαν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς, κενοδοξοῦν οἱ ἀσύνετοι καὶ κολάζονται. Ἑτέρους πάλιν καταπείθει νὰ δέχωνται λογισμοὺς καὶ νὰ ἐξομολογοῦν τὰς ἁμαρτάνοντας, ἐπειδὴ δῆθεν ἔφθασαν εἰς ἀπάθειαν καὶ εἶναι ἄξιοι νὰ κυβερνῶσι τοὺς ἐμπαθεῖς ὡς ἀπαθεῖς, τοὺς ὁποίους ὅμως εἰς τὸ τέλος βυθίζει εἰς τὴν ἀπώλειαν, διὰ τὴν δοκοφροσύνην καὶ αὐθάδειάν των. Πίπτοντες δὲ εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς σαρκός, καταντοῦν περίγελως τῶν ἀνθρώπων καὶ παίγνιον τῶν δαιμόνων. Ἐπειδὴ λοιπὸν αἱ προσβολαὶ τοῦ ἐνοχλοῦντος εἶναι διάφοροι καὶ πολυμήχανοι, εἶναι ἀνάγκη νὰ φυλαττώμεθα καὶ ἡμεῖς μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, προσέχοντες ἀκριβῶς καὶ προσευχόμενοι εἰς τὸν Θεόν, μὲ ταπείνωσιν, ἵνα μᾶς δίδῃ φώτισιν καὶ σύνεσιν, νὰ διακρίνωμεν καλῶς καὶ νὰ προτιμῶμεν τὰ ψυχωφελῆ καὶ συμφέροντα».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ὅμοια ἔλεγεν εἰς τοὺς Συνασκητάς του ὁ Ἀρσένιος, ὅστις ἐγνώριζε κάλλιστα τὰς προσβολὰς καὶ τὰ τεχνάσματα τῶν δαιμόνων. Διότι πολλάκις τοὺς εἶδεν ἐρχομένους εἰς τὸ κελλίον του, ὡς μᾶς εἶπεν ὁ Μοναχὸς Δανιήλ, ὅστις ἦτο ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου, καὶ ἔδιδον εἰς αὐτὸν μεγάλην ἐνόχλησιν. Ὁ δὲ Ἀρσένιος, ὑπομένων τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων, ἐδείκνυεν ὅτι δὲν τοὺς φοβεῖται. Μόνον πρὸς τὸν Δεσπότην προσηύχετο ταπεινῶς καὶ ἔλεγεν· «Ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἐνώπιόν Σου ἀγαθόν· ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεῖν ἀρχήν».