Ἀναγνώσας ὁ Ἅγιος τὰ γράμματα ἐτίμησε τὸν βασιλικὸν ἀπεσταλμένον, ὡς ἔπρεπεν, ἀλλὰ δεν ἔγραψεν ἀπόκρισιν, οὔτε τὰ χρήματα ἐδέχθη νὰ λάβῃ εἰς τὰς χεῖράς του. Παρήγγειλε δὲ εἰς τὸν ἀπεσταλμένον νὰ εἰπῇ εἰς τὸν βασιλέα Ἀρκάδιον ἐκ στόματός του, ὅτι τοῦ ἐσυγχώρησεν ἀπὸ ψυχῆς τὸ ἁμάρτημα καὶ εὔχεται εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐλεήήσῃ ὁμοῦ μὲ ὅλους τοὺς ὑπηκόους του, καὶ ὅτι τὰ χρήματα δὲν ἐκράτησε, διότι εἶχεν ἤδη ἀπαρνηθῆ ὅλα τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐνεκρώθη κατὰ τὸ σῶμα. Ὅθεν, ὡς νεκρός, δὲν ἔπρεπε νὰ φροντίζῃ δι’ ἐπίγεια ἀγαθά. Αὐτὰ παρήγγειλεν εἰς τὸν βασιλέα ὁ μέγας Ἀρσένιος, διὰ τῆς τοιαύτης δὲ πολιτείας του ἐγένετο ὑπόδειγμα εὐπρεπείας εἰς ὅλους ἐκείνους τοὺς Ἀσκητάς. Ὅθεν πρεπόντως ἐγένετο καὶ Προεστὼς αὐτῶν, ὡς πλέον ἐγγράμματος καὶ ἐμπειρότερος αὐτῶν. Ὅμως, παρ’ ὅλα τὰ προτερήματα ταῦτα καὶ τὰς ἀρετὰς τὰς ὁποίας εἶχε, δὲν ὑπερηφανεύετο. Μᾶλλον δὲ ἐταπεινοῦτο περισσότερον ὅλων καὶ παρ’ ὅλην τὴν σοφίαν του ἔλεγεν ὅτι δὲν ἐγνώριζε τίποτε, εἰ μὴ μόνον τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον, κατὰ τὸν Ἀπόστολον.
Εἶχον δὲ εἰς τὴν Σκήτην ἐκείνην συνήθειαν νὰ συναθροίζωνται εἰς τὸ Κυριακὸν ἑορτάς τινας καὶ νὰ κάμνουν ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν. Συναθροισθέντες λοιπὸν κατὰ τὴν τάξιν, ἡμέραν τινά, παρεκάλεσαν τὸν Ἀρσένιον νὰ διδάξῃ τούτους τὸν θεῖον λόγον πρὸς ψυχικήν των ὠφέλειαν. Ὅθεν, διὰ νὰ κάμῃ ὑπακοήν, εἶπε πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἑξῆς ὀλίγους, ἀλλὰ διδακτικοὺς καὶ καρποφόρους λόγους.
«Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες. Ὅστις ἐπιχειρήσῃ πρᾶγμά τι, πρέπει νὰ κάμνῃ τοῦτο μὲ συγκεκριμένον σκοπὸν καὶ πολλὴν σκέψιν. Ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἐφύγαμεν ἀπὸ τὸν κόσμον ἦτο νὰ σώσωμεν, μὲ τὴν ἀναχώρησιν, τὴν πολύτιμον καὶ ἀθάνατον ψυχήν μας. Λοιπὸν πρέπει νὰ φροντίσωμεν νὰ καθαρίσωμεν αὐτὴν μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, διότι τὰ πάθη τῆς ψυχῆς δυσκολώτερον διορθοῦνται ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ σώματος. Διότι ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι ἔδειξαν ἀρετὴν καὶ ἐγκράτειαν ὡς πρὸς τὸ σῶμα, μὲ νηστείας δηλαδή, ἀγρυπνίας καὶ αὐστηρὰν κακοπάθειαν. Διὰ νὰ καθαρίσουν ὅμως τὴν ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιάν των ἀπὸ τοὺς ρυπαροὺς καὶ ἀκαθάρτους λογισμούς, οὐδεμίαν καταβάλλουν ἐπιμέλειαν. Ὢ τῆς ἀφροσύνης ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπέχουν μὲν ἀπὸ τὴν πορνείαν καὶ τὴν ἡδυπάθειαν, ἀπὸ τὰ κρυφιώτερα ὅμως πάθη τῆς ψυχῆς δὲν ἐγκρατεύονται, τὸν φθόνον, δηλαδή, τὴν φιλοδοξίαν, τὴν φιλαργυρίαν, τὴν οἴησιν καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν, ἥτις εἶναι τὸ χειρότερον ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Οἱ τοιοῦτοι εἶναι κατὰ τὸ ἥμισυ ἀκάθαρτοι ἢ καλλίτερον νὰ εἰπῶ κατὰ τὸ περισσότερον καὶ κυριώτερον μέρος καὶ ὁμοιάζουν πρὸς τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἔξωθεν εἶναι χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ καὶ ἀπαστράπτουν, ἐσωτερικῶς δὲ εἶναι γεμᾶτα ἀκαθαρσίαν καὶ φαυλότητα».