Ἡμέραν δέ τινα εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς ἵνα τοὺς ἴδῃ πρὸ τοῦ διατεταγμένου καιροῦ. Ὡς δὲ εἰσῆλθεν ἀπροόπτως, εὗρεν αὐτοὺς μὲν καθεζομένους εἰς τοὺς θρόνους, τὸν δὲ Ὅσιον διδάσκοντα ὄρθιον, διότι ὄχι μόνον ἠγάπα πολὺ τὴν ταπείνωσιν, ἀλλὰ καὶ διότι ἐτίμα τὸ ἀξίωμα τῆς βασιλείας. Τοῦτο ἰδὼν ό βασιλεὺς δυσηρεστήθη καὶ ἐξέδυσε τοὺς παῖδας τῶν βασιλικῶν ἐνδυμάτων, τῆς ἁλουργίδος δηλαδὴ καὶ τοῦ διαδήματος καὶ ἐνέδυσε τούτους δι’ ἁπλῶν ἐνδυμάτων. Καὶ τὸν μὲν Ἀρσένιον ἐπρόσταξε νὰ καθήσῃ, τούτους δὲ νὰ ἵστανται ὄρθιοι ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καθὼς κάμνουσιν ἅπαντες οἱ μαθηταὶ πρὸ τῶν διδασκάλων. Εἶπε δὲ πρὸς τὸν Ἀρσένιον· «Ἐὰν ἐκπαιδευθῶσιν ὥστε νὰ φυλάττουν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς ψυχοσωτηρίους Του προσταγάς, θέλουν ἀξιωθῆ νὰ λάβουν ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Του δεξιὰν τὸ βασίλειον. Εἰ δὲ μή, καλλίτερον νὰ ἀποθάνωσι, παρὰ νὰ διοικοῦν κακῶς καὶ ἀπαιδεύτως». Ταῦτα ἀκούσας ὁ σοφὸς Ἀρσένιος ἐθαύμασε διὰ τὴν εὐσεβῆ γνώμην τοῦ βασιλέως καὶ ἀφοῦ ἐπῄνεσε ταύτην ταπεινῶς ὡς λογικήν, φρόνιμον καὶ θεοσεβῆ, ὑπήκουσεν. Οὕτως αὐτὸς μὲν ἐκάθητο ὅσην ὥραν ἐδίδασκεν, αὐτοὶ δὲ ἵσταντο ὄρθιοι κατὰ τὸ πατρικὸν πρόσταγμα.
Πλὴν μὲ ὅλην τὴν τιμὴν τῆς ὁποίας ἀπελάμβανεν ὁ Ὅσιος, δὲν ἀνεπαύετο, διότι ἐπεθύμει νὰ ἡσυχάσῃ εἰς τόπον ἔρημον καὶ ἀτάραχον. Ὅθεν ηὔχετο πολλάκις προς τὸν Θεὸν μὲ θερμότατα δάκρυα νὰ ὑποδείξῃ εἰς αὐτὸν τρόπον εὐπρεπῆ καὶ πρόφασιν εὔλογον, ἵνα φύγῃ ταχέως ἀπὸ τὸν δεσμόν, χωρὶς νὰ σκανδαλισθῇ ὁ βασιλεὺς καὶ χωρὶς νὰ κινδυνεύσῃ ἡ ζωή του. Οὕτω ὁ Θεὸς δὲν παρεῖδε τὴν θερμὴν καὶ εὐάρεστον αὐτοῦ αἴτησιν, ἀλλ’ ἐπήκουσε, τῆς δεήσεώς του καὶ τὸν ἀπηλευθέρωσε διὰ τοῦ ἑξῆς τρόπου. Ὁ Ἀρκάδιος ὑπέπεσεν εἴς τι σοβαρὸν παράπτωμα, ὥστε μὴ δυνάμενος νὰ τὸν ἀφήσῃ ἀτιμώρητον ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ ἔκρινεν ὡς ὕβριν κατ’ αὐτοῦ τὸ παράπτωμα τοῦ νέου, ἔδειρε τοῦτον δικαίως, ὡς ἔπρεπε, διὰ νὰ σωφρονισθῇ. Ὁ Ἀρκάδιος ὅμως ἐμνησικάκισε καὶ ἐμίσησε τόσον τὸν διδάσκαλόν του, ὥστε διελογίσθη νὰ τὸν θανατώσῃ, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὴν ὕβριν.
Εἶχε λοιπὸν σπαθάριόν τινα, ὅστις τὸν ὑπηρέτει πιστότατα καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἐνεπιστεύετο ὅλα τὰ μυστικά του. Τοῦτον ἐπρόσταξε νὰ θανατώσῃ τὸν Ἀρσένιον μὲ ὅ,τι τρόπον δυνηθῇ. Ἀλλ’ ὁ σπαθάριος ἦτο πολὺ εὐλαβὴς καὶ θεοσεβὴς καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐτόλμησε νὰ φονεύσῃ τὸν δίκαιον ἀδίκως, φοβούμενος τὸν οὐράνιον Βασιλέα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπίγειον, ἵνα μὴ θανατώσουν καὶ αὐτὸν ὡς ἄδικον.