Ὁ δὲ Ἅγιος ἤγειρεν αὐτὴν μὲ ὀργήν, εἰπών· «Ἐὰν ἦλθες ἵνα ἴδῃς τὸ πρόσωπόν μου, βλέπε το. Δὲν ἤκουσες τὰ ἔργα μου; Τίς λοιπὸν ἡ ἀνάγκη νὰ διακινδυνεύσῃς τόσον μακρινὸν ταξίδιον πρὸς χάριν μου; Ἢ διὰ νὰ διηγῆσαι, ὅταν ἐπιστρέψης εἰς τὴν πατρίδα σου, εἰς τὰς ἄλλας γυναῖκας, ὅτι εἶδες τὸν Ἀρσένιον καὶ νὰ κάμῃς ταύτας νὰ συναχθοῦν ἐδῶ;». Ἡ δὲ ἀρχόντισσα ἀπεκρίθη· «Ἀληθῶς, Ἅγιε Πάτερ, δὲν θέλω ἀφήσει ἄλλην νὰ ἔλθῃ. Μόνον ἐγώ, ὡς ἔχουσα πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν ἁγιωσύνην σου, ἦλθα διὰ νὰ μὲ εὐχηθῇς καὶ νὰ μὲ μνημονεύῃς πάντοτε». Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε· «Καὶ ἐγὼ παρακαλῶ τὸν Θεὸν νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἐνθύμησίν σου ἀπὸ τὴν καρδίαν μου». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ἐκείνη τόσον ἐλυπήθη, ὥστε τὴν κατέλαβε πυρετὸς καὶ ἠσθένησε. Ὁ δὲ Πατριάρχης τὴν παρηγόρησεν εἰπών· «Μὴ λυπεῖσαι, δέσποινα, διότι δὲν τὸ εἶπεν ἐκ μίσους ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ διότι ὁ πονηρὸς ἐνοχλεῖ τοὺς Ἀσκητὰς μὲ τὴν ἐνθύμησιν τῶν γυναικῶν καὶ σκανδαλίζονται. Διὰ τοῦτο σοῦ ὡμίλησεν οὕτω. Γνώριζε ὅμως, ὅτι εἰς τὰς προσευχάς του θὰ σὲ ἐνθυμεῖται πάντοτε». Τότε ἡ γυνὴ ἐπαναπαυθεῖσα κατὰ τὸν λογισμὸν καὶ θεραπευθεῖσα ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ρώμην χαίρουσα.
Ἔλεγον δὲ καὶ τοῦτο ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ ἄλλοι γείτονες διὰ τὸν Ἀρσένιον, ὅτι τόσον ἐνήστευεν, ὥστε ἐπήρκει εἰς αὐτὸν δι’ ὅλον τὸν χρόνον πολὺ ὀλίγος σῖτος. Ὅτι μόνον ὅταν ἤρχοντο ξένοι ἔτρωγε, διὰ νὰ μὴ τὸν δοξάζωσι. Τὰ ὀπωρικὰ ἔτρωγε μίαν μόνον φορὰν τὸν χρόνον πρὸς εὐχαριστίαν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ συγκατάβασιν. Ποτὲ δὲ, δὲν ἔμεινεν ἀργός, ἀλλὰ προσηύχετο, εἰργάζετο νήματα ἢ κατεσκεύαζε βάϊα, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐντὸς τοῦ ὕδατος διὰ νὰ μαλακώνουν καὶ νὰ πλέκωνται. Δὲν ἤλλαξε δὲ ποτὲ τὸ ὕδωρ, ἀλλὰ ἦτο πάντοτε δυσῶδες ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν. Τινὲς λοιπὸν τῶν Πατέρων ὠνείδισαν αὐτόν, νομίζοντες τὴν πρᾶξιν ταύτην ἀμέλειαν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Ὅταν ἤμην εἰς τὸν κόσμον ἀπήλαυσα εὐωδίας πολλῶν ἀρωμάτων. Ὅθεν, διὰ νὰ ἐξαλείψω τὴν ἁμαρτίαν ἐκείνην, ὑπομένω τώρα ταύτην τὴν βλαβερὰν δυσωδίαν». Εἶχε δὲ καὶ τοσαύτην ἀκτημοσύνην, ὥστε, ὅταν κάποτε ἠσθένησε, δὲν εἶχε λύχνον διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ τὸν εὐσπλαγχνίσθησαν ἄλλοι.
Τοῦτον τὸν Ὅσιον ἠρώτησεν ἐνάρετός τις Μοναχός, Μάρκος ὀνόματι, λέγων· «Ἆρά γε εἶναι καλὸν νὰ μὴ ἔχῃ τις εἰς τὸ κελλίον του καμμίαν ἀπόλαυσιν; Διότι εἶδα τινά, ὅστις εἶχε μερικὰ λάχανα καὶ τὰ ἐξερρίζωσεν». Ὁ δὲ Ὀσιος ἀπεκρίθη· «Καλὸν εἶναι τοῦτο, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη ὁ τοιοῦτος νὰ ἔχῃ πρὸς τὴν ἕξιν καὶ τὴν συνήθειαν τῆς ἀρετῆς. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχῃ τὴν ἕξιν τελειοτέραν καὶ ἐὰν τὰ πρῶτα ἀνέσπασε, φυτεύει πάλιν ἕτερα».