Λέγουσι δὲ καὶ τοῦτο διὰ τὸν Ὅσιον ὅτι, ἀφ’ ὅτου ἔδυεν ὁ ἥλιος, ἵστατο ὅλην τὴν νύκτα κατ’ Ἀνατολὰς προσευχόμενος, ἕως ὅτου ἀνατείλῃ πάλιν ὁ ἥλιος καὶ νὰ αἰσθανθῇ τοῦτον εἰς τὸ πρόσωπον.
Ἄλλοτε ἔμελλε νὰ διέλθῃ τὸν ποταμὸν ὁ Ὅσιος. Καθὼς δὲ διήρχετο τοῦτον, γυνή τις ἀράπισσα ἐκράτησε τὴν μηλωτήν του καὶ τὸν ἔσυρεν. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐθυμώθη καὶ τὴν ὕβρισεν. Ἐκείνη δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Δὲν σοῦ πρέπει νὰ ὀργίζεσαι, Ἀρσένιε, τόσον εὐκόλως, ἀλλά, ἐὰν εἶσαι Μοναχός, νὰ μὲνῃς εἰς τὸ κελλίον σου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος ὠφελήθη καὶ ἐμέμφετο ἑαυτόν, ὡς πταίστην.
Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων ἀρετῶν εἶχε καὶ τὴν ἑξῆς ὁ τρισμακάριος. Δὲν ἔστειλε ποτὲ πρὸς οὐδένα ἐρωτήσεις ἐπὶ τῶν θείων Γραφῶν, οὔτε αὐτὸς τὰς ἐδέχετο. Ὄχι διότι δὲν ἐγνώριζε νὰ ἀπαντήσῃ, ἀφοῦ ὡς σοφώτατος καὶ εὔγλωττος ἐγίνωσκε νὰ λύσῃ κάλλιστα πᾶσαν ἀπορίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλ’ ἐκ ταπεινώσεως δὲν ἤθελε νὰ ἀποφαίνεται καὶ ἵνα φυλάξῃ τὴν σιωπήν, φεύγων δὲ καὶ πᾶσαν ἐπίδειξιν. Διὰ τοῦτο ἐφρόντιζε νὰ μὴ φαίνεται εἰς τὰς συνάξεις καὶ ἑορτὰς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐκρύπτετο πάντοτε ἢ ὄπισθεν τοῦ κίονος ἢ εἰς τὸ καταπέτασμα ἢ εἰς γωνίαν τινά, διὰ νὰ μὴ τὸν βλέπουν. Ἐκεῖ δὲ ἱστάμενος μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ εὐλαβείας, ὕψωνεν εὐκολώτερον τὸν νοῦν πρὸς τὸν Θεόν, συνηθίζων πάντοτε νὰ λέγῃ κατ’ ἰδίαν· «Ἀρσένιε, δι’ ὃ ἐξῆλθες». Ὡς δηλαδὴ νὰ ἔλεγεν· «Ἀρσένιε, διατὶ ἦλθες εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀπηρνήθης τὸν κόσμον; Βεβαίως ὄχι δι’ ἄλλην αἰτίαν, εἰ μὴ μόνον διὰ νὰ ἀρέσκῃς εἰς τὸν Θεόν. Λοιπὸν ἐπιμελοῦ ὅσον δύνασαι, νὰ πράξῃς ὅσα Ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ». Ἔλεγε δὲ συχνάκις καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὁ ἀξιοΰμνητος· «Πολλάκις μετενόησα διότι ἐλάλησα, ἀλλὰ διότι ἐσιώπησα δὲν μετενόησα ποτέ».
Εἶχε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ τὸ μακάριον πένθος ὁ τρισμακάριος καὶ δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του τὸ δάκρυ. Τοῦτο εἶχεν ὡς διαρκὲς καὶ ἀπαράλειπτον ἔργον, ἔφερε δὲ πάντοτε τεμάχιον ράσου ἐπὶ τοῦ στήθους του, διὰ τοῦ ὁποίου ἐσπόγγιζε τὰ δάκρυα, ἵνα μὴ πίπτουν ἐπὶ τοῦ βιβλίου, τὸ ὁποῖον ἀνεγίγνωσκε. Τοῦτο ἰδών ποτε ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, ὅστις μετέβη εἰς τὸ κελλίον του, μεταξὺ τῶν ἄλλων τὰ ὁποῖα εἶπεν εἰς τὸν Ὅσιον, εἶπε καὶ τοῦτο· «Καλότυχος σύ, Ἀρσένιε, καὶ ὄντως μακάριος, διότι ἀρκετὰ ἔκλαυσες εἰς τοῦτον τὸν κόσμον καὶ οὕτω οὐδόλως θέλεις πενθήσει εἰς τὸν μέλλοντα, ἀλλὰ θὰ χαίρεσαι πάντοτε». Καὶ διὰ τὸν Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Θεόφιλον λέγουν ὅτι, ὅταν ἐτελεύτα, εἶπεν· «Μακάριος σύ, Ἀρσένιε, ὅστις ἐνεθυμεῖσο πάντοτε τὴν ὥραν ταύτην».