Τότε ὁ Ἱερεὺς τοῦ εἶπεν· «Ἀλλ᾽ αὐτός, τὸν ὁποῖον βλέπεις, ἦτο πατὴρ τῶν βασιλέων καὶ εἶχε πλοῦτον ἄφθονον, πολλὴν εὐμάρειαν, μεταξωτὰ μαλακὰ ἐνδύματα καὶ πᾶσαν σωματικὴν ἀπόλαυσιν. Ταῦτα δὲ πάντα κατεφρόνησε καὶ τὸν κόσμον ἐμίσησε, διάγων τώρα εἰς τόσην στενοχωρίαν, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Σὺ δὲ ἔχεις περισσοτέραν ἀνάπαυσιν καὶ ἀπόλαυσιν τώρα, παρὰ ὅταν ἦσο εἰς τὸν κόσμον ἀμέριμνος». Ταῦτα ἀκούσας ὁ γέρων ἠννόησε τὴν πλάνην αὐτοῦ καὶ ἀφοῦ ἐζήτησε συγχώρησιν ἀνεχώρησεν.
Εἶχεν ὁ Ὅσιος δύο μαθητὰς ἐναρέτους τοὺς ὁποίους ἐπεθύμει νὰ ἀφήσῃ κληρονόμους τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν εὐγνώμονες. Οὗτοι ὠνομάζοντο Ἀλέξανδρος καὶ Ζώϊλος· νύκτα δέ τινα τοὺς ἐπρόσταξε νὰ παραμείνουν πλησίον του, ὁ εἷς πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὰ ἀριστερά του, διὰ νὰ ἴδωσι πόσην ὥραν ἐκοιμᾶτο, ἵνα ἔχουν αὐτὸν ὡς παράδειγμα. Ἔμειναν λοιπὸν ἀφ’ ἑσπέρας μέχρι πρωΐας οὕτως ἄγρυπνοι καὶ ὅταν ἐξημέρωσεν, ἔλεγον πρὸς τοὺς ἄλλους, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἐνύσταξαν καὶ ἀπεκοιμήθησαν ὀλίγον, ὁ δὲ Ἀρσένιος οὐδόλως. Ὅλοι τότε ἐξεπλάγησαν.
Ἄλλοτε πάλιν ἦλθε γέρων τις, διὰ νὰ ὠφεληθῇ ἐκ τῶν λόγων τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὅμως εὗρε τὴν θύραν τοῦ κελλίου κεκλεισμένην, δὲν ἐκτύπησε, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐνοχλήσῃ, ἀλλὰ παρετήρει ἐκ μιᾶς σχισμῆς. Εἶδε τότε τὸν Ὅσιον Ἀρσένιον εἰς πῦρ μεταβαλλόμενον καὶ ἔμεινεν ἀρκετὴν ὥραν ὅλως ἔμφοβος. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔκρουσε τὴν θύραν, ἐξῆλθεν ὁ Ὅσιος, ὅστις ἰδὼν τοῦτον ἀκόμη θαυμάζοντα, τὸν ἠρώτησε πόση ὥρα ἦτο ἀφ’ ὅτου ἦλθε καὶ ἐὰν εἶδε κανὲν ὅραμα. Ὁ δὲ γέρων ἠρνήθη, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσῃ τὸν Ὅσιον καὶ οὐδὲν ὡμολόγησεν. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐννοήσετε πόσον ἀπηρνήθη τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου καὶ πόσον ἐμίσησε τὰ ἐπίγεια καὶ ὅτι ὄντως ἐσταυρώθη τῷ κόσμῳ κατὰ τὸν Ἀπόστολον, ἀκούσατὲ καὶ τὰ ἑξῆς.
Ἀξιωματοῦχός τις ἦλθεν ἀπὸ τὴν Ρώμην κομίζων τὴν διαθήκην συγγενοῦς τινος τοῦ Ὁσίου, τὴν ὁποίαν ὁ Ὅσιος, λαβὼν εἰς τὰς χεῖρας, ἤθελε νὰ σχίσῃ. Ὁ δὲ ἀξιωματοῦχος ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ φωνάζων, ὅτι ἐὰν κατέστρεφεν αὐτήν, ἐκινδύνευεν ἐκεῖνος νὰ θανατωθῇ. Τότε ὁ Ὅσιος ἔδωκε τὴν διαθήκην εἰς τὸν Ρωμαῖον ἀξιωματοῦχον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μετὰ τῶν ζώντων, διότι ἀπέθανον πρὸ πολλοῦ καὶ δὲν ἐνδιαφέρομαι διὰ πρόσκαιρα πράγματα». Τίς λοιπὸν ἤθελεν ἀκούσει τοιαύτας θαυμαστὰς ἀρετὰς καὶ δὲν θὰ ἐθαύμαζε τὸν μέγαν τοῦτον Ἀρσένιον;