Ὅταν δὲ πάλιν ὁ Ἱερεὺς ἐμέλιζε τὸν Ἅγιον Ἄρτον εἰς μικρὰς μερίδας, ἔκοπτε καὶ ὁ Ἄγγελος τὴν Σάρκα τοῦ θείου Βρέφους εἰς τὰ ἴδια τμήματα. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ πλανώμενος Γέρων ἐπλησίασεν ἵνα κοινωνήσῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, μετέλαβε κρέας ὠμόν, τὸ ὁποῖον ἔσταζεν αἷμα. Τοῦτο ἰδὼν ὁ Γέρων ἔκλαυσεν ἀπὸ τὴν χαράν του καὶ ἀπέρριψε τελείως τὴν προτέραν του πλάνην, βεβαιωθεὶς διὰ τὴν ἀλήθειαν. Ὁμοίως καὶ οἱ δύο ἄλλοι ἐχάρησαν ἰδόντες τοιοῦτον θαυμάσιον καὶ ἀπῆλθον εἰς τὰ κελλία των, εὐχαριστοῦντες τὸν Κύριον». Τοιαῦτα διηγεῖτο πρὸς τοὺς Πατέρας ὁ Μέγας Ἀρσένιος.
Ἦλθον δὲ κάποτε εἰς τὴν Σκήτην βάρβαροι καὶ οἱ μὲν ἄλλοι Πατέρες ἔφυγον, διὰ νὰ μὴ τοὺς φονεύσωσιν, ὁ δὲ Ἀρσένιος οὐδόλω ἐφοβήθη, ἐπειδὴ καὶ τοὺς δαίμονας ἐξουσίαζε καὶ οἱ ἀσεβεῖς τὸν ἐφοβοῦντο. Ἔμεινε λοιπὸν εἰς τὸ κελλίον του, λέγων· «Ἐὰν δὲν ἔχῃ ὁ Θεὸς τὴν φροντίδα μου, τί τὴν θέλω τὴν ζωήν;». Οὕτως ἔμεινεν ἀμέριμνος, οἱ δὲ βάρβαροι δὲν εἶδον οὐδόλως τὸ κελλίον του. Ἄλλοτε πάλιν, εἰς παρομοίαν περίπτωσιν, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν ἔπαινον τῶν ἀνθρώπων, ἔφυγε μετὰ τῶν ἄλλων τὴν ἐπιδρομὴν τῶν βαρβάρων, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν ἔβλεπον, ὅταν διήρχετο πλησίον των, ἀλλὰ ἔμενεν εἰς ὅλους ἀόρατος, μὲ τὴν σκέπην καὶ πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ.
Ἦλθε δέ ποτε ἀπὸ τὴν Ρώμην εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν μεγάλη ἀρχόντισσα, συγκλητικὴ τὸ ἀξίωμα, πολὺ πλουσία καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν θεοφιλὴς καὶ ἐνάρετος, ἥτις εἶχε μεγάλον πόθον νὰ ἴδῃ τὸν Ἀρσένιον, διὰ νὰ ἀκούσῃ λόγους ψυχωφελεῖς ἐκ τοῦ στόματός του. Ὁ δὲ Πατριάρχης Θεόφιλος πληροφορηθεὶς τὴν εὐγενικὴν αὐτῆς καταγωγήν, τὴν ὑπεδέχθη ἀσμένως καὶ τὴν ἐφιλοξένησεν ἐπιμελῶς. Τοῦτον παρεκάλεσεν ἡ γυνὴ νὰ μεταβῶσιν ὁμοῦ πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ Ἀρσενίου. Ἐξεκίνησαν λοιπὸν καὶ ὅταν ἐπλησίαζον, προεπορεύθη ὁ Πατριάρχης καὶ παρεκάλει τὸν Ἅγιον νὰ ὑποδεχθῇ τὴν γυναῖκα, ἐπειδὴ ἦτο πολὺ εὐλαβὴς πρὸς αὐτὸν καὶ ὑπεβλήθη εἰς τόσους κόπους καὶ ταλαιπωρίας, διελθοῦσα τόσην ξηρὰν καὶ θάλασσαν δι’ ἀγάπην του. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν συγκατένευσεν.
Ἐπέστρεψε λοιπὸν ἄπρακτος ὁ Πατριάρχης. Ἡ δὲ γυνὴ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναχωρήσῃ, ἀλλὰ παρέμεινε καιροφυλακτοῦσα καὶ ὅταν κάποιαν στιγμὴν εἶδε τὸν Ἅγιον ἔξω τοῦ κελλίου του, δραμοῦσα προσέπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ ἐδέετο μετὰ δακρύων νὰ τῆς εἴπῃ λόγον σωτήριον.