Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ κοινῶς λεγομένου Νάννου, τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης, ἀθλήσαντος ἐν Σμύρνῃ ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Τοῦ διηγήθη τότε ὁ Μάρτυς τὴν ὑπόθεσιν ὅλην καὶ ἐθαύμασεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὄχι πλέον μὲ ἀστειότητα, ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν ἔλεγεν· «Ἀδελφέ, ἡ ὑπόθεσίς σου εἶναι μεγάλη καὶ τὸ ἔργον σου φοβερόν». Τότε ὁ Μάρτυς τοῦ ἔδωκε τὸ χρηματοφυλάκιόν του μὲ χρήματα ἀξίας ἑπτὰ γροσίων, λέγων· «Λάβε τοῦτο, ἀδελφέ, νὰ περάσῃς μερικὰς ἡμέρας εἰς τὴν ἀνάγκην σου. Λάβε καὶ τὸ μανδήλιον τοῦτο, διὰ νὰ μὲ ἐνθυμνῆσαι». Λέγει πρὸς τὸν Μάρτυρα ὁ ναυτικός· «Τί κάμνεις; Καὶ σὺ πτωχὸς εἶσαι, καὶ δίδεις εἰς ἐμὲ τὰς μικρὰς οἰκονομίας σου; Δὲν μοῦ χρειάζονται». Ἀποκρίνεται ὁ Μάρτυς· «Ἐπειδὴ ἐγὼ αὔριον σοῦ ἀφήνω ὑγείαν». Ἐπέρασε λοιπὸν ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτει ὁ Μάρτυς μὲ προσευχὰς καὶ μετανοίας.

Τὴν Πέμπτην, δύο ὥρας πρὸ τῆς μεσημβρίας, ἔγινε πάλιν συνέλευσις μεγάλη ἐπάνω εἰς τὸ κριτήριον, καὶ ὅλοι εἶχον καλὰς ἐλπίδας, ὅτι ἴσως μετενόησεν ὁ Μάρτυς, καὶ οὕτω θὰ τὸν ἐκέρδιζον εἰς τὴν πίστιν των. Ἔφεραν λοιπὸν ἐκεῖ τὸν Μάρτυρα, διὰ τρίτην ἐξέτασιν. Ἀλλ᾽ ὅταν ἤκουσαν παρ’ αὐτοῦ, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἐσυλλογίσθη καλῶς, καὶ ὅτι ἄλλο δὲν ἔκρινεν εὔλογον, παρὰ νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ νὰ ὀνομάζηται Ἰωάννης, ἐθλίβη ὑπερβολικῶς ἡ καρδία των καὶ ἐσκυθρώπιασαν. Ὁ δὲ κριτής, γνωρίζων ὅτι τὰ λόγια εἶναι μάταια, ἤρχισε τὰ ἔργα. Καί, ὤ τοῦ ζήλου καὶ τῆς φιλοτιμίας του! Εὐθὺς ἐμέτρησε πεντακοσίων γροσίων φλωρία, καὶ κατὰ μίμησιν τούτου ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔρριψαν ἄσπρα πολλὰ εἰς τὸ μέσον, μάλιστα δὲ δεισιδαίμων τις πραγματευτὴς Μπαρμπαρέσος, κοντὰ εἰς τὰ πεντακόσια μετρητὰ ὅπου ἐμέτρησεν, ἔστειλε καὶ ἔφεραν μίαν ἐνδυμασίαν μπαρμπαρέσικην, ὁλόχρυσον καὶ πολύτιμον. Ἂς συλλογισθῇ ἕκαστος μοναχός του τὰ πολλὰ παρακινήματα καὶ τὰς πολυειδεῖς κολακείας ὅπου τοῦ ἔλεγον. Ὁ δὲ Μάρτυς ἐσιώπα καὶ μόνα τὰ οὐράνια εἶχε κατὰ νοῦν, καὶ εἰς τόσα ὅπου εἶπον ὅλοι ἐκεῖνοι, ἄλλο δὲν εἶπε, παρὰ τὰ ἀκόλουθα· «Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ὅπου ἔχετε τώρα τὴν δόξαν, τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰ πλούτη, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ζωὴν θὰ καταδικασθῆτε εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν· ἐγὼ ἄλλο δὲν θέλω παρὰ νὰ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ νὰ ὀνομάζωμαι μὲ τὸ χριστιανικόν μου ὄνομα Ἱωάννης».

Ποικίλαι καὶ πολυειδεῖς αἱ μηγαναὶ καὶ πανουργίαι τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ! Δὲν τοὺς ἐτάραξεν ὁ λόγος οὗτος, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νὰ τοὺς πληγώσῃ κατάκαρδα, ἀλλὰ μὲ πραότητα καὶ εἰρήνην τοῦ λέγουν· «Σὺ ἔξελθε ἀπ’ ἐδῶ Μεχμέτης, καὶ πήγαινε ὅπου θέλεις, καὶ ὅπως θέλεις ὀνομάζου, καὶ οὐδεὶς δὲν θὰ σὲ ἐμποδίσῃ». Τοῦτο βεβαίως ἦτο πονηρία καὶ δόλος τοῦ ἐχθροῦ, διὰ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τὸ Μαρτύριον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Αὐξιβίου βλέπε εἰς τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου, ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Σ.Ε. Κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν κθʹ (29ην) Μαΐου τοῦ ἔτους 1453, ἡμέραν τῆς Ἑβδομάδος Τρίτην, ἡ θρυλικὴ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ, ἡ βασιλὶς τῶν πόλεων, περιῆλθεν εἰς χεῖρας τῶν ἀντιχρίστων Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐπλήρωνε βαρύτατον τὸν φόρον τῆς μετὰ τῶν Λατίνων ἐπιχειρηθείσης ψευδοενώσεως. Μία μόνη παρήγορος πληροφορία διεσώθη μέχρις ἡμῶν δυναμένῃ νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν ὀδύνην καὶ τὴν θλῖψιν τὴν συνέχουσαν πᾶσαν ψυχὴν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καὶ ξένων ἀνὰ τοὺς διαρρεύσαντας ἔκτοτε αἰῶνας. Εἶναι δὲ αὕτη ἡ ἑξῆς:

Κατὰ τὴν τελευταίαν ἐκείνην νύκτα εἰς τὸν περιλάλητον Ναὸν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων αὐτοκρατόρων Κωνσταντῖνος ὁ ΙΑʹ, μεθ’ ὅλων τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπευθύνων τῆς μετὰ τῶν Λατίνων ἐπιχειρηθείσης τέως ψευδοενώσεως ἐξ ἧς ἤλπιζον νὰ τύχουν βοηθείας, γονυπετεῖς καὶ δακρύοντες ἐζήτησαν παρὰ Θεοῦ συγχώρησιν ἐνώπιον πάντων, διὰ τὸ ἀποτολμηθὲν ἐκεῖνο ἀνοσιούργημα. Μετ’ ὀλίγην ὥραν αὐτοκράτωρ, στρατὸς καὶ λαὸς ἔπιπτον νεκροὶ ὑπὸ τὴν σπάθην τῶν βαρβάρων. Ἡ γῆ ἐκάλυψε τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν ἐθνομαρτύρων αὐτῶν, ἡ Ὀρθόδοξος ὅμως ψυχή των ἐπτερύγισε νικήτρια εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἀπέθανον ἐν τῇ Ὁμολογίᾳ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἥτις ἐπέζησε

αὐτῶν καὶ θὰ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὁ διαπρεπής, μακαριστὸς ἤδη, ἁγιογράφος μας Φώτιος Κόντογλου, ἐπὶ τῇ πεντακοσιετηρίδι ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως, συνέθεσε καὶ «Θρηνητικὸν Συναξάριον Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου», τὸ ἰδιόχειρον τοῦ ὁποίου ἐδημοσιεύθη φωτοτυπικῶς ἐν ἔτει 1953, εἰς ἔκτακτον ἔκδοσιν τῆς «Κιβωτοῦ» (φύλ. 17-18) τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἀστή», Ἀλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου. Ἀπόσπασμα τούτου παραθέτομεν ἐν ταῖς σελίσιν 686-687.