Τοῦ διηγήθη τότε ὁ Μάρτυς τὴν ὑπόθεσιν ὅλην καὶ ἐθαύμασεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὄχι πλέον μὲ ἀστειότητα, ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν ἔλεγεν· «Ἀδελφέ, ἡ ὑπόθεσίς σου εἶναι μεγάλη καὶ τὸ ἔργον σου φοβερόν». Τότε ὁ Μάρτυς τοῦ ἔδωκε τὸ χρηματοφυλάκιόν του μὲ χρήματα ἀξίας ἑπτὰ γροσίων, λέγων· «Λάβε τοῦτο, ἀδελφέ, νὰ περάσῃς μερικὰς ἡμέρας εἰς τὴν ἀνάγκην σου. Λάβε καὶ τὸ μανδήλιον τοῦτο, διὰ νὰ μὲ ἐνθυμνῆσαι». Λέγει πρὸς τὸν Μάρτυρα ὁ ναυτικός· «Τί κάμνεις; Καὶ σὺ πτωχὸς εἶσαι, καὶ δίδεις εἰς ἐμὲ τὰς μικρὰς οἰκονομίας σου; Δὲν μοῦ χρειάζονται». Ἀποκρίνεται ὁ Μάρτυς· «Ἐπειδὴ ἐγὼ αὔριον σοῦ ἀφήνω ὑγείαν». Ἐπέρασε λοιπὸν ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτει ὁ Μάρτυς μὲ προσευχὰς καὶ μετανοίας.
Τὴν Πέμπτην, δύο ὥρας πρὸ τῆς μεσημβρίας, ἔγινε πάλιν συνέλευσις μεγάλη ἐπάνω εἰς τὸ κριτήριον, καὶ ὅλοι εἶχον καλὰς ἐλπίδας, ὅτι ἴσως μετενόησεν ὁ Μάρτυς, καὶ οὕτω θὰ τὸν ἐκέρδιζον εἰς τὴν πίστιν των. Ἔφεραν λοιπὸν ἐκεῖ τὸν Μάρτυρα, διὰ τρίτην ἐξέτασιν. Ἀλλ᾽ ὅταν ἤκουσαν παρ’ αὐτοῦ, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἐσυλλογίσθη καλῶς, καὶ ὅτι ἄλλο δὲν ἔκρινεν εὔλογον, παρὰ νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ νὰ ὀνομάζηται Ἰωάννης, ἐθλίβη ὑπερβολικῶς ἡ καρδία των καὶ ἐσκυθρώπιασαν. Ὁ δὲ κριτής, γνωρίζων ὅτι τὰ λόγια εἶναι μάταια, ἤρχισε τὰ ἔργα. Καί, ὤ τοῦ ζήλου καὶ τῆς φιλοτιμίας του! Εὐθὺς ἐμέτρησε πεντακοσίων γροσίων φλωρία, καὶ κατὰ μίμησιν τούτου ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔρριψαν ἄσπρα πολλὰ εἰς τὸ μέσον, μάλιστα δὲ δεισιδαίμων τις πραγματευτὴς Μπαρμπαρέσος, κοντὰ εἰς τὰ πεντακόσια μετρητὰ ὅπου ἐμέτρησεν, ἔστειλε καὶ ἔφεραν μίαν ἐνδυμασίαν μπαρμπαρέσικην, ὁλόχρυσον καὶ πολύτιμον. Ἂς συλλογισθῇ ἕκαστος μοναχός του τὰ πολλὰ παρακινήματα καὶ τὰς πολυειδεῖς κολακείας ὅπου τοῦ ἔλεγον. Ὁ δὲ Μάρτυς ἐσιώπα καὶ μόνα τὰ οὐράνια εἶχε κατὰ νοῦν, καὶ εἰς τόσα ὅπου εἶπον ὅλοι ἐκεῖνοι, ἄλλο δὲν εἶπε, παρὰ τὰ ἀκόλουθα· «Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ὅπου ἔχετε τώρα τὴν δόξαν, τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰ πλούτη, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ζωὴν θὰ καταδικασθῆτε εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν· ἐγὼ ἄλλο δὲν θέλω παρὰ νὰ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ νὰ ὀνομάζωμαι μὲ τὸ χριστιανικόν μου ὄνομα Ἱωάννης».
Ποικίλαι καὶ πολυειδεῖς αἱ μηγαναὶ καὶ πανουργίαι τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ! Δὲν τοὺς ἐτάραξεν ὁ λόγος οὗτος, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νὰ τοὺς πληγώσῃ κατάκαρδα, ἀλλὰ μὲ πραότητα καὶ εἰρήνην τοῦ λέγουν· «Σὺ ἔξελθε ἀπ’ ἐδῶ Μεχμέτης, καὶ πήγαινε ὅπου θέλεις, καὶ ὅπως θέλεις ὀνομάζου, καὶ οὐδεὶς δὲν θὰ σὲ ἐμποδίσῃ». Τοῦτο βεβαίως ἦτο πονηρία καὶ δόλος τοῦ ἐχθροῦ, διὰ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τὸ Μαρτύριον.