Δέκα πέντε ἡμέρας ἐννοοῦσεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του ἐκ τῆς πατρικῆς του οἰκίας, ἀλλὰ τὰ πράγματα, ὡς φαίνεται, δὲν συνέτρεξαν κατὰ τὸν σκοπόν του. Ὅθεν ἐπέρασαν αἱ δέκα πέντε ἡμέραι, καὶ ἔφθασεν ἡ εἰκοστὴ δευτέρα τοῦ μηνὸς Μαΐου, καὶ τότε τὸν βλέπουν πάλιν εἰς τὸν δρόμον, ἡμέραν Πέμπτην, τινὲς συμπατριῶται καὶ συντεχνῖται του Θεσσαλονικεῖς, καὶ τὸν ἐπείραξαν, λέγοντες πρὸς αὐτόν· «Σὺ ἐτούρκευσες, δὲν ἀλλάζεις ροῦχα; Ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα τὰ καλὰ ὅπου σοῦ ἔκαμαν; Ἀκόμη εἶσαι μὲ τὰ παπούτσια τοῦ πατρός σου;». Τοὺς ἀπεκρίθη ἐκεῖνος· «Παρήγγειλα νὰ μοῦ κάμουν ροῦχα μπαρμπαρέσικα, καὶ ἄρματα χρυσᾶ, καὶ ἕως τὴν ἄλλην Κυριακὴν θὰ τὰ φορέσω εἰς τὴν ἀγορὰν τοῦ Σοὰν» (τόπος ὅπου ἐγίνοντο αἱ θανατικαὶ ἐκτελέσεις).
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ἐκείνων, ὁ Ἰωάννης ἐπῆγεν εἴς τινα ἄλλον συμπατριώτην του, Δημήτριον ὀνομαζόμενον, καὶ ἐζήτει ἀπὸ αὐτὸν ἕνα Σταυρόν, πλὴν δὲ τοῦ ἔδωκεν ἐκεῖνος τὸν Σταυρόν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε τοὺς σκοπούς του. Ἦλθε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰωάννης καὶ δευτέραν καὶ τρίτην φοράν, καὶ ἐζήτει τὸν Σταυρὸν μὲ θερμὰς παρακλήσεις· τὸν ἀπέβαλεν ὅμως ὁ Δημήτριος, χωρὶς νὰ τοῦ τὸν δώσῃ. Ἀμέσως ἔπειτα ὁ Δημήτριος τρέχει εἰς τὸν πατέρα καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς τοῦ Ἰωάννου, καὶ τοὺς ἀναγγέλλει τὴν εἴδησιν ταύτην, καὶ ὅλοι ἐπαρηγορήθησαν ἱκανῶς· ἐπειδὴ καὶ τὰ πρότερα ἐκεῖνα λόγια ποὺ εἶπεν εἰς τὸν ἐξάδελφόν του, ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἴδῃς ποίου εἴδους Τοῦρκος εἶμαι ἐγώ, καὶ τὰ ἄλλα ποὺ εἶπεν εἰς τοὺς συντεχνίτας του Θεσσαλονικεῖς, ὅτι παρήγγειλεν ἐνδύματα μπαρμπαρέσικα καὶ χρυσὸν ὁπλισμόν, τὰ ὁποῖα θὰ φορέσῃ εἰς τὴν ἀγορὰν τοῦ Σοὰν καὶ ὕστερον ἡ ζήτησις τοῦ Σταυροῦ, καὶ τὰ τρία σημεῖα αὐτὰ τοὺς ἔδωκαν πολλὰς ἐλπίδας, ὅτι ἔχει σκοπὸν νὰ μαρτυρήσῃ. Ὅθεν λέγει ὁ πατὴρ πρὸς τὸν Δημήτριον· «Ὕπαγε καὶ εἰπὲ εἰς αὐτόν, ὅτι ἐὰν μετενόησε καὶ ἔχει σκοπὸν νὰ μαρτυρήσῃ, νὰ μὴ ζητῇ Σταυρόν, ἀλλὰ τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἂς ἐπικαλεσθῇ εἰς βοήθειάν του, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν χρειάζεται».
Εἰς τὰς εἴκοσι πέντε τοῦ Μαΐου, ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος Κυριακήν, ἐπῆγε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν γνώριμόν του Δημήτριον, καὶ τοῦ ἐζήτει τὸν Σταυρόν, καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε, ὅτι τὸν εὔχεται ὁ πατήρ του καὶ τὰ ἄλλα ὅσα τοῦ παρήγγειλεν ἐκεῖνος· ὁ δὲ εὐλογέμένος Ἰωάννης ταῦτα ἀκούσας ἐχάρη καθ’ ὑπερβολήν, καὶ λέγει πρὸς τὸν Δημήτριον· «Οὕτως εἶπεν ὁ πατήρ μου; ἔχε ὑγείαν».