Ὅλοι οἱ ἐπίσημοι Ἀγαρηνοὶ παρεκάλουν, μὲ δουλοπρεπῆ ταπείνωσιν, τὸν «παπουτσῆν» Ἰωάννην καὶ τὸν ἐκολάκευον καὶ τοῦ ὑπέσχοντο μύρια ἀγαθά, ἄλλος ἐνδήματα, ἄλλος χρήματα καὶ ἰδιαιτέρως ὁ Φράγκος ἀντιπρόσωπος, ὡς Θεσσαλονικεύς, περισσότερον τὸν ἐκολάκευεν, ὡς οἰκεῖον τάχα καὶ συμπατριώτην του, καὶ κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ποὺ τοῦ ὑπέσχοντο τοῦ ἔταζον νὰ τὸν κάμουν καὶ ἀγᾶν. Καὶ ὅλοι συλλυπούμενοι καὶ συμπονοῦντες τάχα, τοῦ ἔλεγον νὰ λυπηθῇ τὴν νεότητά του καὶ τὴν ζωήν του, ἐπειδή, ἐὰν δὲν τοὺς ὑπακούσῃ, ἐξάπαντος θὰ θανατωθῇ. Καὶ ταῦτα μὲν ἔλεγον ἐκεῖνοι· τί δὲ ἀπήντησεν ὁ θεόφρων καὶ οὐρανόφρων Ἰωάννης;
Δὲν ἐπρόσεχε παντελῶς εἱς τὰς κολακείας των· δὲν εἶχε τὸν νοῦν του εἰς τῶν γηΐνων καὶ φθαρτῶν τὰς ὑποσχέσεις, ἀλλὰ ἔχων ἐστραμμένους τοὺς λογισμούς του εἰς τῶν οὐρανίων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν, ἐστέκετο σιωπῶν ἔμπροσθέν των, ὡς ἄλλος ἁπλούστατος Μαρδάριος ὁ Ἰωάννης, ὅτι καθὼς ἐκεῖνος, ὅταν τὸν ἠρώτα ὁ τύραννος, ἄλλο δὲν ἀπεκρίνετο, παρὰ «Χριστιανὸς εἶμαι», οὕτω καὶ ὁ μακάριος οὗτος, ἄλλο δὲν ἔλεγεν, ὅταν τὸν ἐβίαζον νὰ ἀποκριθῇ, παρὰ τοῦτο· «Χριστιανὸς εἶμαι, τὴν πρώτην μου Πίστιν πιστεύω, Ἰωάννης θέλω νὰ ὀνομάζωμαι καὶ ὄχι Μεχμέτης». Τέλος πάντων, βλέποντες τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, ἔλεγον ὁ καθεὶς τὴν γνώμην του, τί νὰ κάμουν περὶ τοῦ Μάρτυρος. Τότε προσέρχεται εἰς τὸ μέσον Σουλεϊμὰν ἀγᾶς ὁ διοικητής, καὶ ἐμπνευσθεὶς ἀσφαλῶς ὑπὸ τοῦ διαβόλου, λέγει πρὸς τοὺς ἄλλους· «Νὰ σᾶς εἴπω ἐγώ· οὗτοι οἱ Ἕλληνες εἶναι πεισματάρηδες, καὶ ἀφοῦ ἀποφασίσουν νὰ κάμουν ἓν πρᾶγμα, πρῶτον ἀποφασίζουν τὸν θάνατόν των, καὶ ἔπειτα τὸ ἐπιχειροῦν. Λοιπὸν εἰς μάτην κοπιάζομεν· ἀλλὰ ἠξεύρετε τί νὰ κάμωμεν; Ὑπάρχει πλοῖον ἕτοιμον διὰ τὸ Ἀλγέριον. Ἂς τὸν βάλωμεν μέσα εἰς αὐτὸ μὲ τοὺς ἄλλους τριακοσίους Τούρκους, καὶ οὕτω θέλων καὶ μὴ θέλων θὰ μείνῃ Τοῦρκος. Τὶ ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ εἰς τὸ Ἀλγέρι;». Αὐτὰ εἶπε τὸ σατανικὸν ἐκεῖνο στόμα καὶ ὅλοι συνεφώνησαν, καὶ ὡς θαυμαστὸν σύμβουλον τὸν ἐπῄνεσαν.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἰωάννης ἐφοβήθη, μήπως ματαιωθῇ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὸ Μαρτύριον. Διὰ νὰ ἀποφύγῃ λοιπὸν τὸν κίνδυνον αὐτὸν ὁ εὐσεβὴς Ἰωάννης, ἐμιμήθη τὸν μακάριον ἐκεῖνον Αὐξίβιον, καὶ λέγει εἰς τοὺς κριτάς του· «Δότε μοι διορίαν, νὰ συλλογισθῶ τί νὰ κάμω».