Αὐτὰ μηχανᾶται ὁ Ἰωάννης, καὶ ὁ Θεὸς μωραίνει ὅλους ἐκείνους, καὶ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθησαν τὴν πρότασίν του καὶ τοῦ ἐχάρισαν δύο ἡμέρας διορίαν νὰ συλλογισθῇ, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν, οἱ ἀνόητοι, ὅτι καλά, τοῦ δίδομεν διορίαν, ὅμως τὸ καράβι φεύγει τώρα· ἐὰν μένῃ εἰς τὴν αὐτὴν γνώμην καὶ μετὰ τὴν διορίαν τῶν δύο ἡμερῶν, τί θὰ κάμωμεν ὕστερον; ἡ θαυμαστὴ συμβουλὴ τοῦ Σουλεϊμὰν ἀγᾶ μένει ματαία. Ὁ Θεός, ὁ μωραίνων τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν, ἐμώρανε καὶ ἐκείνους, καθὼς εἶπον, καὶ οὐδόλως ἐσυλλογίσθησαν τοῦτο, ἀλλὰ τὸν ἔστειλαν εἰς τὴν φυλακήν, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐκεῖ τὴν παραμικρὰν ἐνόχλησιν.
Εἰσελθὼν εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Μάρτυς, λέγει μετ’ ὀλίγην ὥραν εἰς καλόν τινα Χριστιανόν, δοῦλον τοῦ κονακίου· «Ἀδελφέ, παρακαλῶ σε κάμε μου τὴν χάριν, καὶ ὕπαγε ἐξέτασον καλῶς καὶ μάθε, πότε φεύγει τὸ καράβι, ὅπου ἔχει τοὺς Μπαρμπαρέσους;». Τοῦ λέγει ό Χριστιανός, ἀγνοῶν τὸν σκοπὸν τοῦ Μάρτυρος· «Δὲν βλέπεις τὴν δυστυχίαν σου, μόνον θέλεις νὰ ἠξεύρῃς πότε φεύγουν οἱ Μπαρμπαρέσοι;». Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Μάρτυς· «Ἀδελφέ, εἶσαι Χριστιανός; κάμε μου αὐτὴν τὴν εὐεργεσίαν διὰ τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ ἐγὼ φοβηθεὶς νὰ μὴ μὲ βάλουν μέσα εἰς τὸ καράβι αὐτὸ καὶ μὲ στείλουν εἰς τοὺς τόπους τῆς ἀσεβείας, καὶ χάσω τὴν ἐλπίδα μου, ἐζήτησα διορίαν, δῆθεν διὰ νὰ συλλογισθῶ τί νὰ κάμω· διὰ τοῦτο ὕπαγε, μάθε άκριβῶς, καὶ εἰπέ μοι, διότι ἐὰν μείνῃ ἐδῶ ἕως αὔριον, θὰ ζητήσω πάλιν νέαν διορίαν, ἕως ὅτου φύγη». Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἐπέστρεψεν ὁ Χριστιανός, καὶ τοῦ ἔφερε τὴν εὐχάριστον εἴδησιν ὅτι ἔφυγε τὸ καράβι. Καὶ τοῦτο ἀκούσας ἐχάρη πολὺ ὁ Ἰωάννης, καὶ δοξάσας τὸν Θεόν, ηὐχαρίστησε τὸν Χριστιανόν.
Τὴν αὐτὴν ἑσπέραν ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακὴν ναυτικόν τινα ξένον καὶ πτωχόν, διότι ἐφόρει κόκκινα ὑποδήματα. Ἐρωτᾷ ὁ Μάρτυς τὸν ναυτικόν, διὰ ποίαν αἰτίαν τὸν ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ ἐκεῖνος μὲ ἀστειότητα τοῦ ἀποκρίνεται· “Ὁ διοικητὴς ἐλπίζει νὰ πάρῃ ἀπὸ ἐμὲ κανὲν φιλοδώρημα καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἐφυλάκισεν, ἐπειδὴ ἐφόρουν κόκκινα ὑποδήματα, καὶ δὲν γνωρίζει ὁ δυστυχής, ὅτι ὄχι μόνον φιλοδώρημα δὲν παίρνει, ἀλλὰ καὶ θὰ μὲ τρέφῃ ἐν ὅσῳ μὲ κρατεῖ ἐδῶ, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι πάντοτε μὲ τὰ καράβια καὶ φορῶ κόκκινα ὑποδήματα. Ἐὰν δὲ εἶχον χρήματα, θὰ ἠγόραζον ἓν ζεῦγος καινούργια». Ταῦτα εἰπὼν ὁ ναυτικός, ἠρώτησε τὸν Μάρτυρα· «Ἀλλὰ σύ, ἀδελφέ, πῶς εἶσαι φυλακισμένος;».