Ἡ εἴδησις ἐπλήγωσε τὴν καρδίαν τῶν συγγενῶν του, οἱ ὁποῖοι ἤρχισαν νὰ ὀδύρωνται διὰ τὴν μεγάλην καὶ ἀνέλπιστον συμφοράν των. Ὀδύρεται ὁ πατὴρ διὰ τὸν υἱόν· θρηνεῖ ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφόν· κλαίουν οἱ ἐξάδελφοι τὸν ἐξάδελφον καὶ πάντες οἱ γνωστοὶ καὶ φίλοι συλλυποῦνται καὶ συμπάσχουσιν, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζονται παντελῶς.
Δὲν πείθονται ὅμως εὔκολα ὅτι ἐκεῖνος ὁ φιλόθεος νέος, ὁ καλοήθης, ὁ θερμὸς τῶν καλῶν ἐραστής, ὁ διάπυρος ζηλωτὴς τῆς εὐσεβείας καὶ θανάσιμος ἐχθρὸς τῆς ἀσεβείας τῶν Ἀγαρηνῶν, ἐγκατελείφθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πέσῃ τόσον αἰφνιδίως εἰς τὸ βάραθρον τῆς ἀπωλείας. Τρέχουν εἰς τὸ τουρκικὸν ἐργαστήριον, ὅπου ἔμαθον ὅτι εὑρίσκεται. Καὶ πράγματι τὸν βλέπουν ἐκεῖ, ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ πλησιάσουν δὲν τοὺς ἀφήνουν οἱ ἐχθροὶ τῆς Πίστεως, καὶ μὲ ὕβρεις πολλὰς καὶ μὲ ξύλα εἰς τὰς χεῖρας τοὺς ἐξεδίωκον λέγοντες, ὅτι εἶναι ἰδικός των, καὶ ὅτι καμμίαν σχέσιν δὲν εἶχον πλέον μὲ ἐκεῖνον. Δὲν ἠμπόρεσεν ὁ δυστυχὴς πατὴρ νὰ εἴπῃ ἄλλο εἰς τὸν ἀρνητὴν υἱόν, παρὰ μόνον μίαν ἐρώτησιν, «Τί ἔκαμε τὰ ὑποδήματα ποὺ τοῦ εἶχε δώσει». Καὶ ἀφοῦ ἔμαθε ποῦ τὰ ἄφησεν, ἀνεχώρησε μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἀναστεναγμοὺς εἰς τὰ χείλη, καὶ πόνον ἀνείκαστον εἰς τὴν καρδίαν. Χριστιανοὶ ἀδελφοί, δὲν λυπεῖσθε τοῦτον τὸν δυστυχῆ πατέρα; Δὲν συμπονεῖτε τὴν συμφοράν του; Δὲν θρηνεῖτε τὴν ἀπώλειαν τοῦ υἱοῦ; Ποῦ τώρα τὰ θεῖα ἐκεῖνα νοήματα τῶν καθημερινῶν ἀναγνώσεων, τὰς ὁποίας ἐμελέτα ἀδιαλείπτως; Ποῦ ὁ ζῆλος τῆς Πίστεως; Ποῦ ἡ πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπη; Δὲν ἀπορεῖτε διὰ τὴν ἀνέλπιστον καὶ ἐξαφνικήν του μεταβολήν;
Ἀλλὰ θαρσεῖτε, θαρσεῖτε· ἄς μὴ περᾴσῃ ἀπὸ τὸν νοῦν σας κανεὶς ἄτοπος λογισμὸς περὶ τοῦ Ἰωάννου· ὁ Ἰωάννης ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι Ἰωάννης, δηλαδὴ κεχαριτωμένος, διότι ἡ θεία Χάρις ἐνοικεῖ εἰς αὐτόν, καὶ οὐδόλως ἀπεχωρίσθη ἀπ’ αὐτοῦ. Ἰδοὺ ὁ καρπὸς τῶν θείων νοημάτων· ἰδοὺ ἡ πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπη· ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἤναψεν εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ θέλει νὰ τοῦ προσφέρῃ τὸν ἑαυτόν του θυσίαν, μὲ τὸν μαρτυρικὸν θάνατόν του. Καὶ ἐπειδὴ μὲ ἄλλον τρόπον δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ τοῦτο, προσεποιήθη, ὅτι τουρκεύει, διὰ νὰ εὕρῃ ἀφορμήν· καὶ καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος· «Ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω» (Α’ Κορ. θ’ 20). Οὕτω καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος· ἐγένετο τοῖς Ἀγαρηνοῖς ὡς Ἀγαρηνός, ὄχι ἵνα Ἀγαρηνοὺς κερδήσῃ, ἀλλ’ ἵνα τὸν Χριστὸν κερδήσῃ.