Διότι ἔχων ἐκ φύσεως ἰσχυρὰν μνήμην, ἐπλούτιζε τὴν διάνοιαν καὶ τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὰς θείας ἐννοίας, αἱ ὁποῖαι περιείχοντο εἰς τὰς ἀναγνώσεις ποὺ ἤκουε, καὶ ἦτο ἄμεμπτος καὶ ἀνεπίληπτος κατὰ πάντα ὁ νεανίας, καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ κατὰ τὸ σῶμα. Καὶ κατὰ μὲν τὸ ἀνάστημα ἦτο μέτριος, κατὰ δὲ τὴν ὄψιν ὡραιότατος. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη σωματική του διάπλασις ἦτο σύμμετρος καὶ ἁρμονική, ὥστε ἔχαιρε κανεὶς νὰ τὸν βλέπῃ, καὶ συνεπέραινεν, ὅτι ἀσφαλῶς μέσα εἰς τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο σῶμα θὰ κατῴκει ἐνάρετος καὶ εὐσεβὴς ψυχή. Τοιοῦτος ἦτο κατὰ τὰ σωματικὰ χαρίσματα ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀπόψεως ψυχικῶν ἀρετῶν οὐδόλως ὑστέρει ὁ μακάριος Ἰωάννης· ἦτο ταπεινός, σώφρων, εὔτακτος, φιλακροάμων τῶν θείων λογίων καὶ φιλόκαλος, καὶ μολονότι ἐξ ἀνάγκης συνανεστρέφετο μέσα εἰς τὴν ἀγορὰν μὲ διαφόρους ἀνθρώπους, αὐτὸς ἔμενεν ἀμίαντος. Ἡ δὲ θεία ἀγάπη, ἥτις ἐθέρμαινε τὴν καρδίαν του, τὸν ἔκαμνε νὰ μισῇ, ὡς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ὅλους τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοπίστους, μάλιστα δὲ τὸ γένος τῶν Ἀγαρηνῶν, μὲ «τέλειον μῖσος», δαβιτικῶς εἰπεῖν (Ψαλμ. ρλη’ 22). Διὰ τοῦτο κατὰ τὰς ἑορτάς, ὁπότε δὲν εἰργάζετο, ἔμενεν εἰς τὸν οἶκόν του καὶ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἦτο ἀφωσιωμένος ἢ εἰς τὴν ἀκρόασιν τῶν θείων λόγων ἢ εἰς τὴν ἐν ἑαυτῷ μελέτην τῶν γραφικῶν νοημάτων ποὺ ἐγνώριζεν. Οὕτω λοιπὸν καλῶς καὶ θεοφιλῶς διέβαινε τὴν νεανικήν του ἡλικίαν ὁ καλὸς Ἰωάννης, μετὰ τοῦ πατρός του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι καθὼς ἐμαρτυροῦντο ἦσαν καὶ ἐκεῖνοι καλοὶ Χριστιανοί.
Οὕτως εἷχον τὰ πράγματα ἕως ὅτου ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802), Μαΐου γ’ (3ῃ), ἡμέρᾳ Σάββατον, τὸν ἔστειλεν ὁ πατήρ του με ὑποδήματα εἰς τὸν κήρυκα τῆς ἀγορᾶς, ὅπου ἦτο τὸ ἐργαστήριόν των, δύο καὶ τρεῖς φοράς, τὴν τρίτην ὅμως φορὰν δὲν ἐγύρισεν ὀπίσω πλέον. Ὁ πατὴρ καὶ ὁ ἀδελφὸς καὶ οἱ ἐξάδελφοί του, βλέποντες τὴν ἀργοπορίαν του, ἐνόμισαν ὅτι συνελήφθη ἀπὸ τὸν εἰσπράκτορα τοῦ χαρατσίου καὶ ἐφυλακίσθη. Ἔδραμον λοιπὸν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐπειδὴ δὲν εὗρον αὐτὸν ἐκεῖ, ἔτρεξαν εἰς ἄλλα μέρη, ὅπου ἐνόμιζον ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν εὕρουν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἦτο οὔτε ἐκεῖ, διηρωτῶντο τί νὰ συνέβη εἰς αὐτόν. Περὶ τὴν ἑσπέραν ἐπληροφορήθησαν μὲ κατάπληξιν ὅτι, φεῦ! ἐτούρκευσεν ὁ Ἰωάννης.