Ὅθεν οὔτε δάκρυα μετανοίας τὸν εἶδέ τις νὰ χύσῃ, οὔτε ἀναστεναγμὸν νὰ ἐκβάλῃ, οὔτε καμμίαν σκυθρωπότητα εἰς τὸ πρόσωπον νὰ δείξῃ, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ἐκεῖνος τί ἔχει μέσα ἡ καρδία του, καὶ ποίους θεϊκοὺς λογισμοὺς εἶχεν ὁ νοῦς του, καὶ ἦτο παρόμοιον τὸ ἔργον του μὲ ἐκεῖνο τῶν παλαιῶν Μαρτύρων, οἵτινες ὑπέσχοντο εἰς τοὺς τυράννους καὶ προσεποιοῦντο ὅτι ἦσαν ἕτοιμοι νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα, καὶ ἔπειτα διὰ τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς τὰ ἐκρήμνιζον εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ συνέτριβον.
Καὶ ὅτι μὲν εἶναι ἀληθές, ὅτι ὄχι δι’ ἄλλην αἰτίαν, ἀλλὰ διὰ μόνον τὸν πόθον τοῦ ὑπὲρ Χριστοῦ Μαρτυρίου προσεποιήθη τὴν ἄρνησιν, εἶναι φανερὸν ἀπὸ τὰ προειρημένα καλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα. Ὅτι δὲ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δὲν ἀπέβλεψεν εἰς τὴν νεανικήν του ἁπλότητα, καὶ εἰς τὸ φαινόμενον ἄτοπον τῆς ἀρνήσεως, ἀλλὰ εἰς τὴν κεκρυμμένην εὐσεβῆ καὶ φιλόθεον γνώμην του, εἶναι ὁμοίως φανερὸν ἀπὸ τὸ ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας τὸν ἠξίωσε νὰ λάβῃ κατὰ τὸν πόθον του τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον. Μὴ σᾶς φανῇ παράδοξον, Χριστιανοί, πῶς εἷς νεανίας ἁπλοῦς, ἀγράμματος, καὶ συντόμως εἰπεῖν «παπουτσῆς», ἐτόλμησε νὰ κάμῃ τοιοῦτον κακόν, διὰ νὰ κάμῃ ἄλλο μεγαλύτερον καλόν, τὸ ὁποῖον ἦτο ὁ μαρτυρικὸς θάνατος. Μὴ σᾶς φανῇ λέγω, παράδοξον, διότι σχεδὸν ἓν παρόμοιον εὑρίσκομεν εἰς τὰς παλαιὰς ἱστορίας, ὅτι ἔκαμεν ἐκεῖνος ὁ Ἀποστολικὸς Ἅγιος Αὐξίβιος [1].
Ὀκτὼ ἡμέραι ἐπέρασαν ἀφ’ ὅτου ὁ Ἰωάννης ἐχωρίσθη σωματικῶς ἀπὸ τὸν πατέρα του· σωματικῶς, δὲν λέγω ψυχικῶς. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ὁ δυστυχής, ὡς ἄλλος Ἰακὼβ ἔκλαιε τοῦ υἱοῦ τὴν στέρησιν· αὐτὸς δὲ ὁ μακάριος, φανταζόμενος τοὺς μαρτυρικοὺς στεφάνους καὶ τὰ ἀνεκλάλητα κάλλη τῆς οὐρανίου μακαριότητος, ἔχαιρε καθ’ ἑαυτὸν καὶ ἠγάλλετο. Μετὰ τὰς ὀκτὼ ἡμέρας συνηντήθη μὲ ἕνα ἐξάδελφόν του, Χαριζάνην τὸ ὄνομα· ὁ Χαριζάνης δὲν γυρίζει νὰ τὸν ἴδῃ· δὲν τὸν χαιρετᾷ, ἀλλὰ μὲ τὴν κατήφειαν καὶ τὴν σκυθρωπότητα τοῦ προσώπου φανερώνει τὴν λύπην τῆς καρδίας του. Καὶ αὐτὸς ὅλος χαρὰ τοῦ λέγει· «Δὲν μὲ χαιρετᾷς, πλέον, ἐξάδελφε;». Ἀπεκρίθη ὁ Χαριζάνης· «Σὺ Τοῦρκος, ἐγὼ Χριστιανός, ποῖον χαιρετισμὸν νὰ κάμωμεν;». Τί ἀποκρίνεται ὁ φαινόμενος Τοῦρκος; εὗρε καιρὸν νὰ φανερώσῃ τὸν κρυπτόμενον Ἰωάννην. «Δὲν θὰ περάσουν, λέγει, δέκα πέντε ἡμέραι, καὶ τότε θὰ ἴδῃς ποίου εἴδους Τοῦρκος εἶμαι ἐγώ».