Τοῦτο εἰπὼν τρεῖς φοράς, ἀπετμήθη τὴν ἱερὰν αὐτοῦ κεφαλήν, καὶ ἀνῆλθε στεφανηφόρος εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν, ὡς Μάρτυς λαμπρότατος τῆς αἰωνίου ἀληθείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδόξασε δὲ τὸν Θεὸν ὁ θεῖος οὗτος καὶ χαριτώνυμος Ἰωάννης εἰς τοὺς χιλίους ὀκτακοσίους δύο (1802) ἀπὸ Χριστοῦ χρόνους, εἰς τὰς εἴκοσιν ἐννέα (29) τοῦ Μαΐου μηνός, ἡμέραν Πέμπτην.
Καὶ ὁ μὲν ἀγὼν τοῦ Μάρτυρος ἔλαβε τέλος ἕως ἐδῶ, ἕτερος ὅμως ἀγὼν ἠνοίχθη εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὅτι ὅλον σχεδὸν τὸ συνηγμένον ἐκεῖνο πλῆθος ὥρμησαν νὰ ἴδουν τὸ ἅγιον Λείψανον κείμενον, καὶ ὅλοι ἠγωνίζοντο νὰ λάβουν τι τῶν μαρτυρικῶν καλῶν, πρὸς ἁγιασμόν των. Δίδοντες λοιπὸν χρήματα ἄφθονα, ἄλλος ἔπαιρνεν ἀπὸ τὸ αἷμά του, ἄλλος ἀπὸ τὰς τρίχας του, ἄλλος ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του, καὶ ἄλλος ἀπὸ τὸ σχοινίον μὲ τὸ ὁποῖον ἔδεσαν τὰς χεῖράς του. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο ἕως τὴν ἄλλην ἡμέραν. Ἀφοῦ δὲ ἐπώλησαν ὅλα τὰ ἄλλα, ἤρχισαν νὰ κόπτουν τὰ δάκτυλά του, καὶ τὰ ἐπώλουν. Τόση ἐστάθη ἡ προθυμία τῶν Χριστιανῶν, εἰς τὴν καλὴν αὐτὴν καὶ σωτήριον πραγματείαν, ὥστε, καθὼς λέγεται, ὑπὲρ τὰς τρεῖς χιλιάδας γροσίων εἰσέπραξαν οἱ τύραννοι. Ἔμενεν ἀκόμη ἡ Ἁγία Κάρα, ἀλλ’ ἠκούσθη, ὅτι εἶχον ὑπόσχεσιν νὰ τὴν πωλήσουν καὶ αὐτὴν τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου. Ὁμοίως ἐσκέπτοντο νὰ κόψουν καὶ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας του κρυφίως, καὶ νὰ τὰ πωλήσουν εἴς τινας Χριστιανούς.
Τοῦτο μαθὼν εὐλαβής τις καὶ φιλομάρτυς Χριστιανὸς Μοσχοβίτης, Παναγιώτης ὀνομαζόμενος, τὸ ἐπίθετον Παναγιωτόπουλος, δὲν ἐνόμισε καλὸν νὰ τεμαχισθῇ τὸ μαρτυρικὸν Λείψανον. Ὅθεν ἕχων αὐτὸς καλὴν γνωριμίαν μὲ τὸν κριτὴν καὶ μὲ τοὺς ἁνθρώπους του, ἐστοχάσθη νὰ κάμῃ τρόπον, νὰ λάβῃ ὁλόκληρον τὸ σῶμα καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσῃ· τοῦτο δὲ καὶ ἐγένετο, ὡς ἐπόθει, κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον. Ἐπῆγεν εἰς τὸν διοικητήν, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε μεγάλην φιλίαν ἀπὸ ἄλλας προλαβούσας ὑποθέσεις, καὶ τοῦ λέγει· «Ἐγώ, φίλε μου ἀκριβέ, ἔχω ἓν κακὸν ἰδίωμα· ὅταν τύχῃ νὰ ἴδω κανένα ἀποκεφαλισμένον ἄνθρωπον, δὲν ἠμπορῶ πλέον νὰ ἡσυχάσω οὔτε νύκτα, οὔτε ἡμέραν· ὁ ὕπνος μου χάνεται, ἡ ὄρεξίς μου κόπτεται, καὶ δὲν δέχομαι φαγητόν, σχεδὸν δὲ κινδυνεύει καὶ αὐτὴ ἡ ζωή μου· ὅθεν κάμνω ὅποιον τρόπον ἠμπορέσω, διὰ νὰ θάψω τὸν νεκρὸν ἐκεῖνον. Οἱασδήποτε θρησκείας ἄνθρωπος καὶ ἂν εἶναι, θὰ ἐπιμεληθῶ νὰ τὸν θάψω, διότι διαφορετικὰ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἡσυχάσω.