Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ κοινῶς λεγομένου Νάννου, τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης, ἀθλήσαντος ἐν Σμύρνῃ ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Λοιπὸν ἔτυχε νὰ ἴδω καὶ τώρα αὐτὸν ὅπου ἀπεκεφαλίσθη, καὶ πάσχω τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, ἂν μὲ ἀγαπᾷς, καθὼς εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ ἀγαπᾷς, βοήθησόν μοι, νὰ λάβω αὐτὸ τὸ Λείψανον νὰ τὸ θάψω, κοντὰ δὲ εἰς τὴν φιλίαν μας θέλεις λάβει παρ’ ἐμοῦ καὶ ἓν καλὸν φιλοδώρημα».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἀγαρηνὸς εὑρέθη εἰς δύο στενά, κατὰ τὸν κοινὸν λόγον· ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τὸν στενοχωρεῖ ἡ φιλία, τὸν ἀναγκάζει καὶ ἡ φιλοδωρία, ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν εὑρίσκει τρόπον εὔκολον νὰ δοθῇ τὸ Λείψανον. Ὁ Παναγιώτης, βλέπων αὐτὸν διστακτικόν, τοῦ λέγει· «Μὴ στενοχωρῆσαι, ἐγὼ θὰ σοῦ ὑποδείξω τὸν κατάλληλον τρόπον: Πήγαινε εἰς τὸν ἔπαρχον καὶ εἰπέ του ὅτι ἦλθεν εἷς πραγματευτὴς Μοσχοβίτης, καὶ δίδει τετρακόσια γρόσια, διὰ νὰ πάρῃ αὐτὸν τὸν ἀποκεφαλισμένον νὰ τὸν θάψῃ. Ὅταν θὰ ἀκούσῃ αὐτὸ ἐκεῖνος, θὰ ζητήσῃ καὶ διὰ λογαριασμόν του, καὶ εὐχαρίστησον αὐτὸν μὲ ὅσα ἠμπορέσῃς. Ἔπειτα γύρισε εἰς τὸν κριτήν, καὶ εἰπέ του, πῶς ὁ ἔπαρχος ἔλαβε χρήματα καὶ ἔδωκεν ἄδειαν νὰ θάψουν αὐτὸν τὸν ἀποκεφαλισμένον, καὶ ὅταν ζητήσῃ καὶ αὐτὸς χρήματα, εἰπέ του, πὼς ὁ φίλος μας ὁ Παναγιωτόπουλος θὰ τὸν ἀγοράσῃ καὶ πρέπει νὰ δώσῃς ἄδειαν, καὶ κοντὰ εἰς τὴν χάριν ὅπου τοῦ κάμνεις, θέλεις λάβει καὶ ἱκανὴν φιλοδωρίαν». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἠμπόρεσεν ὁ Παναγιώτης καὶ ἔλαβεν ἔγγραφον τὴν ἄδειαν καὶ ἀπὸ τὸν κριτὴν καὶ ἀπὸ τὸν ἔπαρχον καὶ ἔθαψεν εὐλαβῶς τὸ μαρτυρικὸν Λείψανον. Πολὺς καιρὸς ἐπέρασεν ἔκτοτε, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἤθελεν ὑπάγει τις, τὰ περὶ τοῦ Μάρτυρος διηγήματα ἤκουεν, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Φράγκους καὶ ἀπὸ Ἀρμενίους. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι ἔλεγον ἀναμεταξύ των ὅτι εἶς τοιοῦτος νέος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλυπήθη τὴν νεότητά του, καὶ δὲν ἐφοβήθη τὸν θάνατον, βεβαίως Ἅγιος εἶναι, διότι ἀπέθανε διὰ τὴν Πίστιν του.

Ἀκούσατε δὲ καὶ ἓν άξιόλογον θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἐνήργησε κατ᾽ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης. Νέος τις ἐπῆρε μὲ βαμβάκι ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸν αἷμα, καὶ εἶχε μεγάλην χαρὰν διὰ τοῦτο· τὸ ἐφύλαττε δὲ μὲ μεγάλην εὐλάβειαν ὡς θησαυρὸν οὐράνιον. Ἡ ἀδελφή του τὸν παρεκάλεσε πολλάκις νὰ τῆς δώσῃ ὀλίγον αἱματωμένον βαμβάκι, ἀλλὰ ἐκεῖνος κατ’ οὐδένα τρόπον ἐδέχετο· τέλος ὅμως βιασθεὶς ἀπὸ τὰς πολλὰς παρακλήσεις τῆς ἔδωκε τὸ ἥμισυ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Αὐξιβίου βλέπε εἰς τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου, ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Σ.Ε. Κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν κθʹ (29ην) Μαΐου τοῦ ἔτους 1453, ἡμέραν τῆς Ἑβδομάδος Τρίτην, ἡ θρυλικὴ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ, ἡ βασιλὶς τῶν πόλεων, περιῆλθεν εἰς χεῖρας τῶν ἀντιχρίστων Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐπλήρωνε βαρύτατον τὸν φόρον τῆς μετὰ τῶν Λατίνων ἐπιχειρηθείσης ψευδοενώσεως. Μία μόνη παρήγορος πληροφορία διεσώθη μέχρις ἡμῶν δυναμένῃ νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν ὀδύνην καὶ τὴν θλῖψιν τὴν συνέχουσαν πᾶσαν ψυχὴν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καὶ ξένων ἀνὰ τοὺς διαρρεύσαντας ἔκτοτε αἰῶνας. Εἶναι δὲ αὕτη ἡ ἑξῆς:

Κατὰ τὴν τελευταίαν ἐκείνην νύκτα εἰς τὸν περιλάλητον Ναὸν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων αὐτοκρατόρων Κωνσταντῖνος ὁ ΙΑʹ, μεθ’ ὅλων τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπευθύνων τῆς μετὰ τῶν Λατίνων ἐπιχειρηθείσης τέως ψευδοενώσεως ἐξ ἧς ἤλπιζον νὰ τύχουν βοηθείας, γονυπετεῖς καὶ δακρύοντες ἐζήτησαν παρὰ Θεοῦ συγχώρησιν ἐνώπιον πάντων, διὰ τὸ ἀποτολμηθὲν ἐκεῖνο ἀνοσιούργημα. Μετ’ ὀλίγην ὥραν αὐτοκράτωρ, στρατὸς καὶ λαὸς ἔπιπτον νεκροὶ ὑπὸ τὴν σπάθην τῶν βαρβάρων. Ἡ γῆ ἐκάλυψε τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν ἐθνομαρτύρων αὐτῶν, ἡ Ὀρθόδοξος ὅμως ψυχή των ἐπτερύγισε νικήτρια εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἀπέθανον ἐν τῇ Ὁμολογίᾳ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἥτις ἐπέζησε

αὐτῶν καὶ θὰ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὁ διαπρεπής, μακαριστὸς ἤδη, ἁγιογράφος μας Φώτιος Κόντογλου, ἐπὶ τῇ πεντακοσιετηρίδι ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως, συνέθεσε καὶ «Θρηνητικὸν Συναξάριον Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου», τὸ ἰδιόχειρον τοῦ ὁποίου ἐδημοσιεύθη φωτοτυπικῶς ἐν ἔτει 1953, εἰς ἔκτακτον ἔκδοσιν τῆς «Κιβωτοῦ» (φύλ. 17-18) τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἀστή», Ἀλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου. Ἀπόσπασμα τούτου παραθέτομεν ἐν ταῖς σελίσιν 686-687.