Λοιπὸν ἔτυχε νὰ ἴδω καὶ τώρα αὐτὸν ὅπου ἀπεκεφαλίσθη, καὶ πάσχω τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, ἂν μὲ ἀγαπᾷς, καθὼς εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ ἀγαπᾷς, βοήθησόν μοι, νὰ λάβω αὐτὸ τὸ Λείψανον νὰ τὸ θάψω, κοντὰ δὲ εἰς τὴν φιλίαν μας θέλεις λάβει παρ’ ἐμοῦ καὶ ἓν καλὸν φιλοδώρημα».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἀγαρηνὸς εὑρέθη εἰς δύο στενά, κατὰ τὸν κοινὸν λόγον· ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τὸν στενοχωρεῖ ἡ φιλία, τὸν ἀναγκάζει καὶ ἡ φιλοδωρία, ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν εὑρίσκει τρόπον εὔκολον νὰ δοθῇ τὸ Λείψανον. Ὁ Παναγιώτης, βλέπων αὐτὸν διστακτικόν, τοῦ λέγει· «Μὴ στενοχωρῆσαι, ἐγὼ θὰ σοῦ ὑποδείξω τὸν κατάλληλον τρόπον: Πήγαινε εἰς τὸν ἔπαρχον καὶ εἰπέ του ὅτι ἦλθεν εἷς πραγματευτὴς Μοσχοβίτης, καὶ δίδει τετρακόσια γρόσια, διὰ νὰ πάρῃ αὐτὸν τὸν ἀποκεφαλισμένον νὰ τὸν θάψῃ. Ὅταν θὰ ἀκούσῃ αὐτὸ ἐκεῖνος, θὰ ζητήσῃ καὶ διὰ λογαριασμόν του, καὶ εὐχαρίστησον αὐτὸν μὲ ὅσα ἠμπορέσῃς. Ἔπειτα γύρισε εἰς τὸν κριτήν, καὶ εἰπέ του, πῶς ὁ ἔπαρχος ἔλαβε χρήματα καὶ ἔδωκεν ἄδειαν νὰ θάψουν αὐτὸν τὸν ἀποκεφαλισμένον, καὶ ὅταν ζητήσῃ καὶ αὐτὸς χρήματα, εἰπέ του, πὼς ὁ φίλος μας ὁ Παναγιωτόπουλος θὰ τὸν ἀγοράσῃ καὶ πρέπει νὰ δώσῃς ἄδειαν, καὶ κοντὰ εἰς τὴν χάριν ὅπου τοῦ κάμνεις, θέλεις λάβει καὶ ἱκανὴν φιλοδωρίαν». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἠμπόρεσεν ὁ Παναγιώτης καὶ ἔλαβεν ἔγγραφον τὴν ἄδειαν καὶ ἀπὸ τὸν κριτὴν καὶ ἀπὸ τὸν ἔπαρχον καὶ ἔθαψεν εὐλαβῶς τὸ μαρτυρικὸν Λείψανον. Πολὺς καιρὸς ἐπέρασεν ἔκτοτε, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἤθελεν ὑπάγει τις, τὰ περὶ τοῦ Μάρτυρος διηγήματα ἤκουεν, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Φράγκους καὶ ἀπὸ Ἀρμενίους. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι ἔλεγον ἀναμεταξύ των ὅτι εἶς τοιοῦτος νέος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλυπήθη τὴν νεότητά του, καὶ δὲν ἐφοβήθη τὸν θάνατον, βεβαίως Ἅγιος εἶναι, διότι ἀπέθανε διὰ τὴν Πίστιν του.
Ἀκούσατε δὲ καὶ ἓν άξιόλογον θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἐνήργησε κατ᾽ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης. Νέος τις ἐπῆρε μὲ βαμβάκι ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸν αἷμα, καὶ εἶχε μεγάλην χαρὰν διὰ τοῦτο· τὸ ἐφύλαττε δὲ μὲ μεγάλην εὐλάβειαν ὡς θησαυρὸν οὐράνιον. Ἡ ἀδελφή του τὸν παρεκάλεσε πολλάκις νὰ τῆς δώσῃ ὀλίγον αἱματωμένον βαμβάκι, ἀλλὰ ἐκεῖνος κατ’ οὐδένα τρόπον ἐδέχετο· τέλος ὅμως βιασθεὶς ἀπὸ τὰς πολλὰς παρακλήσεις τῆς ἔδωκε τὸ ἥμισυ.