Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος Ἀκακίου.

Εἶναι δὲ ἀξιοδιήγητος ἡ προφητεία, τὴν ὁποίαν μεθ’ ἡμέρας τινὰς εἶπε πρὸς τὸν ἐπιστάτην αὐτοῦ Γέροντα Ἀκάκιον. Ἐρωτηθεὶς δηλαδὴ παρὰ τούτου, ἐάν, σὺν Θεῷ λάβῃ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον εἰς Κωνσταντινούπολιν, ποῦ θέλει νὰ μείνῃ τὸ λείψανόν του, εἶπεν· «Εἰπέ μου, πόσαι ἡμέραι εἶναι μέχρι τῆς Ἀναλήψεως;». Ὁ Γέρων Ἀκάκιος τοῦ ἀπεκρίθη· «Τεσσαράκοντα». Ὁ δὲ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς, ἀριθμήσας διὰ τῶν δακτύλων του, εἶπεν εἰς τὸν Γέροντα Ἀκάκιον· «Μετὰ τριάκοντα περίπου ἡμέρας θὰ εἶμαι ἐδῶ». Ὁ δὲ Ἀκάκιος μὲ δισταγμὸν τοῦ εἶπε· «Ναί, ἀσφαλῶς θὰ ἔλθῃς». Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη· «Ἐὰν δὲν ἔλθω, νὰ μὴ μὲ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ μαρτυρήσω». Εὐθὺς δὲ ἔδειξεν εἰς τὸν Γέροντα Ἀκάκιον καὶ τὸν τόπον, ὅπου ἔμελλε νὰ ἐνταφιασθῇ ἔμπροσθεν δηλαδὴ τῆς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ὁ δὲ Πνευματικὸς αὐτοῦ Πατὴρ Νικηφόρος καὶ οἱ παράδελφοί του, ἐκ τῶν ἀγαθῶν σημείων τῆς ἀσκήσεώς του, τὰ ὁποῖα ἔβλεπον, συνεπέραναν, ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ βαδίσῃ τὴν ὁδὸν τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἐνέκριναν νὰ στείλωσιν αὐτὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μετὰ τοῦ Γέροντος Γρηγορίου, ὅστις συνώδευσε καὶ τοὺς προαθλήσαντας Ὁσιομάρτυρας Εὐθύμιον καὶ Ἰγνάτιον.

Εὑρέθη λοιπὸν πλοῖον εἰς Καλὴν Ἄγραν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ ἐπεβιβάσθησαν, ἀπέπλευσαν, κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Ἀπριλίου μηνός, ἐπειδὴ δὲ ἔπνεεν εὐνοϊκὸς ἄνεμος, ἔπλεον, ὡς ὑπὸ θείου Ἀγγέλου κυβερνώμενοι. Ὁ δὲ συνοδίτης αὐτοῦ Γέρων Γρηγόριος, ἐνῷ ἐταξίδευον, προβλέπων, ὅτι εἰς διάστημα δεκατριῶν ἡμερῶν θέλουσι φθάσει εἰς Κωνσταντινούπολιν, θεόθεν ὁδηγηθεὶς καὶ προνοήσας, ἐτακτοποίησε καὶ τὸ ἑξῆς ἀναγκαῖον διὰ τὴν αἰσίαν ὁλοκλήρωσιν τοῦ θεαρέστου τούτου ἔργου. Γνωρίσας δηλαδὴ τὴν χριστιανικὴν διάθεσιν τοῦ πλοιάρχου καὶ τὴν εὐλάβειαν καὶ τὸ φιλομόναχον τῶν ναυτῶν, ἐξήγησεν εἰς αὐτοὺς μυστικῶς τὰ τῆς ὑποθέσεως τοῦ Ἀκακίου, ἐμπιστευθεὶς εἰς τούτους καὶ ὅ,τι ἐσκέπτετο νὰ ἐκτελέσῃ. Ὅθεν ὁ πλοίαρχος, πληρωθεὶς ζήλου θείου, ὑπεσχέθη εἰς τὸν Γρηγόριον ὅτι, ὅταν, Θεοῦ βοηθοῦντος, τελειώσῃ ὁ Ἀκάκιος τὸν ἀγῶνα τῆς ἀθλήσεως, θέλει ἀγοράσει τὸ μαρτυρικόν του σῶμα ἀπὸ τὸν δήμιον, ὅπως ἤθελε δυνηθῆ, καὶ πάλιν αὐτὸς ἤθελε μεταφέρει αὐτοὺς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκ τοῦ ὁποίου τοὺς παρέλαβεν. Ὅτε λοιπὸν συνεφωνήθησαν ταῦτα ἦτο ἡ κγ’ (23η) Ἀπριλίου, κατὰ τὴν ὁποίαν τελεῖται καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου καὶ λαμπρῶς πανταχοῦ πανηγυρίζεται ὑπὸ τῶν εύσεβῶν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Μετὰ ταῦτα ἐκομίσθησαν ἐκεῖ τὰ ἱερὰ Λείψανα καὶ τῶν ἄλλων δύο Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καὶ Ἀκακίου, περὶ οὗ γίνεται λόγος κατωτέρω.

[2] Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ὁ μακάριος Ἀκάκιος ἔγραψε καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Πνευματικόν του Πατέρα καὶ Γέροντα Νικηφόρον, ἔχουσαν οὕτω:

«Ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ 27ῃ Ἀπριλίου ͵αωιεʹ (1815). Πανοσιώτατέ μοι καὶ Πνευματικέ μου Πάτερ, προσκυνῶ καὶ ἀσπάζομαι τὴν ἁγίαν σου δεξιάν. Τὸ παρόν μου ταπεινὸν γράμμα δὲν ἀποβλέπει εἰς ἄλλο τι, εἰμὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ νὰ σᾶς γνωστοποιήσω καὶ τὴν αἰσίαν ἄφιξίν μας. Ὅτι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς ἁγίας σας εὐχὰς κατευωδώθημεν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τῇ 25ῃ τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου. Ἐλπίζω εἰς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς ἰδικάς σου θερμὰς πρὸς Κύριον δεήσεις καὶ τῶν πνευματικῶν μου ἀδελφῶν νὰ λάβῃ τέλος ἡ ὑπόθεσίς μας. Τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς χαιρετῶ καὶ πολὺ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὴ μὲ λησμονήσωσιν. Ὅταν ἀκούσητε τὸ τέλος μου, νὰ εὐχαριστήσητε τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ νὰ δοξολογήσητε ὅλην τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους τοὺς ὁποίους ἐδοκιμάσατε ἕως τῆς σήμερον δι’ ἐμέ, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω· μόνον ὁ ἐπουράνιος Βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύσῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἀξιώσῃ πάντας ἡμᾶς ὁ Κύριος, ἵνα συγκατοικήσωμεν.

Ὁμοίως καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμον καὶ ἐβοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον, εἴθε νὰ λάβωσι τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον Βασιλέα μου. Ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Σκήτης μας εὐλαβῶς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλόν μου Γέροντα Ὀνούφριον καὶ τοὺς παραδελφούς μου Γέροντας Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετισμοὺς καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν Ἱερέα Δοσίθεον μετὰ τοῦ Γέροντός του καὶ τῆς συνοδείας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας Γέροντα Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδείαν του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γείτονά μας Γέροντα Μιχαὴλ μὲ τὴν συνοδείαν του. Ταῦτα γράφω ὡς ἐν συντόμῳ, Πάτερ καὶ Πνευματικέ μου. Αὔριον λοιπὸν Παρασκευῇ, 28ῃ Ἀπριλίου, μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ αἱ ἅγιαι εὐχαί σας εἴθε νὰ μὲ ἐνδυναμώσωσιν. Ἀμήν. Ἐλάχιστος ΑΚΑΚΙΟΣ Μοναχός».