Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος Ἀκακίου.

Εἰς τοῦτον ἐξομολογηθεὶς ὁ Ἀθανάσιος τὰ κατ’ αὐτόν, εἶπε καὶ τὴν ἐπιθυμίαν του νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν ὁδὸν τῆς ἀθλήσεως τῶν Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καὶ Ἰγνατίου, ὁ δὲ Πνευματικὸς τοῦ ὑπέμνησε τὰς δυσκολίας καὶ τοὺς κόπους εἰς τοὺς ὁποίους ἀναποφεύκτως ἔπρεπε νὰ ὑποβληθῇ, ἵνα ἐπιτύχῃ τοῦ ποθουμένου μαρτυρικοῦ τέλους· ἰδὼν δὲ ὅτι οὗτος ὁ μακάριος ἐπέμενε μετὰ θέρμης, συγκατένευσε νὰ τὸν δεχθῇ εἰς τὴν καλύβην του καὶ παρέδωκεν αὐτὸν εἰς τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ πρώτου τῆς συνοδείας αὐτοῦ Ὁσιωτάτου Γέροντος Ἀκακίου, καθὼς καὶ τοὺς προαθλήσαντας Ὁσιομάρτυρτυρας. Παραλαβὼν δὲ αὐτὸν ὁ Γέρων Ἀκάκιος καθωδήγει ἐπιμελῶς εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, τοὺς ὁποίους ἀδιαλείπτως καὶ προθύμως ἠγωνίζετο νύκτα καὶ ἡμέραν, νηστεύων, ἀγρυπνῶν καὶ ἀδιαλείπτως καὶ ἀόκνως προσευχόμενος.

Ἀλλὰ μετὰ ἡμέρας τριάκοντα πέντε, ὁ πονηρὸς ἐξήγειρε κατ’ αὐτοῦ δειλίαν καὶ σφοδρῶς ἐνοχληθεὶς καὶ ἡττηθείς, χωρὶς δὲ νὰ ἀναγγείλῃ οὔτε εἰς τὸν Πνευματικόν του Πατέρα Νικηφόρον, οὔτε εἰς τὸν ἐπιστάτην αὐτοῦ Γέροντα Ἀκάκιον τὸν σκοπόν του, ἔφυγε διὰ νυκτός. Μὴ προμελετήσας δὲ ποῦ νὰ ὑπάγῃ, ἐβάδιζεν εἰς τὸ σκότος τὴν ὁδὸν τὴν ὁδηγοῦσαν εἰς Καρυάς, πλανώμενος εἰς ἀνωφερείας καὶ δάση μέχρι τοῦ ὄρθρου, ὅτε, διακρίνας πρὸ αὐτοῦ τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Κουτλουμουσίου, ἔμεινεν εἰς αὐτὴν τὴν νύκτα ἐκείνην. Τὴν δὲ ἑπομένην, ἥτις ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀναμιχθεὶς καὶ μὲ ἄλλους ἑορταστάς, ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Σίμωνος Πέτρας καί, μετὰ τὴν ἑορτήν, ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Ἡγούμενον, ὅτι ἐπεθύμει νὰ μείνῃ ἐκεῖ· ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτός, ὡς ἀγένειος.

Ἀφοῦ ὅμως ὁ Ἀθανάσιος εἶπεν εἰς αὐτὸν ὅτι ἤξευρε τὴν τέχνην τοῦ σκυτοτόμου, συγκατένευσεν ὁ Ἡγούμενος καὶ ἔμεινεν ὀλίγας ἡμέρας. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτο ἀγένειος, ἐπροξένησε σκάνδαλον εἰς ἕνα τῶν ἐκεῖ ἀδελφῶν καὶ οὕτως ἀπεβλήθη παρὰ τοῦ Ἡγουμένου. Πρὸ ὅμως τῆς ἐκεῖθεν ἀποβολῆς του, εἶδε καθ’ ὕπνον Γέροντά τινα σεβάσμιον, ὅστις τοῦ εἶπε νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Πνευματικόν του, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀνεχώρησε, καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνάς του ὡς πρότερον. Ὁ δὲ Ἀθανάσιος, ἐρωτήσας αὐτὸν ποῖος ἦτο, ἤκουσε παρ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἦτο ὁ κτίτωρ τῆς Μονῆς ταύτης ἤτοι ὁ Ὅσιος Σίμων ὁ Μυροβλύτης. Ἀλλὰ καὶ ταῦτα ἀκούσας, δὲν ὑπήκουσεν, αἰσχυνόμενος νὰ ἐπανέλθῃ ἐκεῖ, ὁπόθεν εἶχεν ἀποδράσει.


Ὑποσημειώσεις

[1] Μετὰ ταῦτα ἐκομίσθησαν ἐκεῖ τὰ ἱερὰ Λείψανα καὶ τῶν ἄλλων δύο Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καὶ Ἀκακίου, περὶ οὗ γίνεται λόγος κατωτέρω.

[2] Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ὁ μακάριος Ἀκάκιος ἔγραψε καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Πνευματικόν του Πατέρα καὶ Γέροντα Νικηφόρον, ἔχουσαν οὕτω:

«Ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ 27ῃ Ἀπριλίου ͵αωιεʹ (1815). Πανοσιώτατέ μοι καὶ Πνευματικέ μου Πάτερ, προσκυνῶ καὶ ἀσπάζομαι τὴν ἁγίαν σου δεξιάν. Τὸ παρόν μου ταπεινὸν γράμμα δὲν ἀποβλέπει εἰς ἄλλο τι, εἰμὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ νὰ σᾶς γνωστοποιήσω καὶ τὴν αἰσίαν ἄφιξίν μας. Ὅτι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς ἁγίας σας εὐχὰς κατευωδώθημεν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τῇ 25ῃ τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου. Ἐλπίζω εἰς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς ἰδικάς σου θερμὰς πρὸς Κύριον δεήσεις καὶ τῶν πνευματικῶν μου ἀδελφῶν νὰ λάβῃ τέλος ἡ ὑπόθεσίς μας. Τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς χαιρετῶ καὶ πολὺ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὴ μὲ λησμονήσωσιν. Ὅταν ἀκούσητε τὸ τέλος μου, νὰ εὐχαριστήσητε τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ νὰ δοξολογήσητε ὅλην τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους τοὺς ὁποίους ἐδοκιμάσατε ἕως τῆς σήμερον δι’ ἐμέ, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω· μόνον ὁ ἐπουράνιος Βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύσῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἀξιώσῃ πάντας ἡμᾶς ὁ Κύριος, ἵνα συγκατοικήσωμεν.

Ὁμοίως καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμον καὶ ἐβοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον, εἴθε νὰ λάβωσι τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον Βασιλέα μου. Ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Σκήτης μας εὐλαβῶς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλόν μου Γέροντα Ὀνούφριον καὶ τοὺς παραδελφούς μου Γέροντας Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετισμοὺς καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν Ἱερέα Δοσίθεον μετὰ τοῦ Γέροντός του καὶ τῆς συνοδείας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας Γέροντα Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδείαν του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γείτονά μας Γέροντα Μιχαὴλ μὲ τὴν συνοδείαν του. Ταῦτα γράφω ὡς ἐν συντόμῳ, Πάτερ καὶ Πνευματικέ μου. Αὔριον λοιπὸν Παρασκευῇ, 28ῃ Ἀπριλίου, μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ αἱ ἅγιαι εὐχαί σας εἴθε νὰ μὲ ἐνδυναμώσωσιν. Ἀμήν. Ἐλάχιστος ΑΚΑΚΙΟΣ Μοναχός».