Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος Ἀκακίου.

ΕΙΚΟΝΑ

ΑΚΑΚΙΟΣ ὁ νέος Ὁσιομάρτυς, ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Βαπτίσματι πρότερον Ἀθανάσιος κληθείς, κατήγετο ἀπὸ κώμην τινὰ τῆς Μακεδονίας, Νεοχώριον καλουμένην, πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης εὑρισκομένην, γεννηθεὶς ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, οἵτινες, ἐπειδὴ ἦσαν πτωχοὶ καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ πορίζωνται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, μετῴκησαν εἰς τὴν πόλιν τῶν Σερρῶν μὲ τὸν Ἀθανάσιον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς του, τῶν ὁποίων αὐτὸς ἦτο ὁ μεγαλύτερος, ἡλικίας τότε ἐννέα ἐτῶν. Ἐκεῖ παρέδωκαν τὸν Ἀθανάσιον ὑπὸ τὴν προστασίαν σκυτοτόμου τινός, ὅστις ὅμως ἦτο σκληρὸς ἄνθρωπος καὶ ἐνόμιζεν ὅτι ἤθελε διδάξει τὴν τέχνην εἰς τὸν νέον μὲ τὸ νὰ ραβδίζῃ αὐτὸν ἀνηλεῶς καὶ ἀπανθρώπως.

Τοῦτο μὴ ὑποφέρων ὁ Ἀθανάσιος καὶ θέλων νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν τυραννίαν αὐτοῦ, ὑπέπεσε, δυστυχῶς, εἰς τὴν δουλείαν τοῦ νοητοῦ τυράννου διαβόλου, ὅστις ὡς σκολιὸς ὄφις προσεπάθησε νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν ἀνήλικον Ἀθανάσιον, κατ’ αὐτὴν ταύτην τὴν ἡμέραν τοῦ σωτηρίου Πάθους, τὴν Μεγάλην Παρασκευήν. Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, κινηθεὶς ἀπὸ τὸν ἀνθρωποκτόνον διάβολον ὁ ρηθεὶς σκυτοτόμος, ἔδειρε τὸν Ἀθανάσιον ἀγριώτερον ἢ ἄλλοτε, τόσον ὥστε, ἀποκαμὼν οὗτος ἀπὸ τοὺς δαρμοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς πόνους τῶν πληγῶν, ἔφυγε κλαίων. Ἦτο δὲ ἑσπέρας. Ὁ πονηρὸς λοιπὸν σατανᾶς εὗρε τότε τὸν καιρὸν κατάλληλον διὰ νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν παῖδα κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον.

Πρὸ τῆς θύρας τοῦ οἴκου αὐτῶν, κατ’ ἐνέργειαν σατανικήν, ἐκάθηντο δύο γυναῖκες Ἰσμαηλίτιδες, αἵτινες, ἰδοῦσαι τὸν Ἀθανάσιον κλαίοντα, ὡς δῆθεν εὐσπλαγχνισθεῖσαι, ἔλαβον αὐτὸν ἐκ τῆς χειρὸς καὶ τὸν εἰσήγαγον εἰς τὸν οἶκον τῆς ἀπωλείας. Μετὰ πολλοὺς δὲ λόγους παρηγορητικοὺς ἢ μᾶλλον ἰοβόλους, ἀφοῦ προσέφερον εἰς αὐτὸν ἄρτον διὰ νὰ φάγῃ, τοῦ προέτειναν, αἱ ἐπάρατοι, νὰ ἀρνηθῇ τὸν Σωτῆρα Χριστὸν καὶ νὰ δεχθῇ τὴν μυσαρὰν θρησκείαν τοῦ πλάνου Μωάμεθ. Ὁ δὲ Ἀθανάσιος, βεβαρημένος ὢν διὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους εἴπομεν, καὶ νομίσας, ἀφρόνως, ὅτι ἐπέτυχε νὰ ἀπαλλαγῇ τῶν δεινῶν τοῦ ἀσπλάγχνου ἐκείνου σκυτοτόμου, συγκατένευσε, φεῦ! νὰ ἐξομόσῃ. Τότε αἱ μιαραὶ ἐκεῖναι μαινάδες, περιχαρῶς τοῦτο ἀκούσασαι, παρέλαβον αὐτὸν ἄνευ ἀναβολῆς καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν ταμίαν. Ἡγεμόνευε δὲ τότε ὁ Γιουσοὺφ Μπέης.


Ὑποσημειώσεις

[1] Μετὰ ταῦτα ἐκομίσθησαν ἐκεῖ τὰ ἱερὰ Λείψανα καὶ τῶν ἄλλων δύο Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καὶ Ἀκακίου, περὶ οὗ γίνεται λόγος κατωτέρω.

[2] Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ὁ μακάριος Ἀκάκιος ἔγραψε καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Πνευματικόν του Πατέρα καὶ Γέροντα Νικηφόρον, ἔχουσαν οὕτω:

«Ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ 27ῃ Ἀπριλίου ͵αωιεʹ (1815). Πανοσιώτατέ μοι καὶ Πνευματικέ μου Πάτερ, προσκυνῶ καὶ ἀσπάζομαι τὴν ἁγίαν σου δεξιάν. Τὸ παρόν μου ταπεινὸν γράμμα δὲν ἀποβλέπει εἰς ἄλλο τι, εἰμὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ νὰ σᾶς γνωστοποιήσω καὶ τὴν αἰσίαν ἄφιξίν μας. Ὅτι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς ἁγίας σας εὐχὰς κατευωδώθημεν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τῇ 25ῃ τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου. Ἐλπίζω εἰς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰς ἰδικάς σου θερμὰς πρὸς Κύριον δεήσεις καὶ τῶν πνευματικῶν μου ἀδελφῶν νὰ λάβῃ τέλος ἡ ὑπόθεσίς μας. Τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς χαιρετῶ καὶ πολὺ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὴ μὲ λησμονήσωσιν. Ὅταν ἀκούσητε τὸ τέλος μου, νὰ εὐχαριστήσητε τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ νὰ δοξολογήσητε ὅλην τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους τοὺς ὁποίους ἐδοκιμάσατε ἕως τῆς σήμερον δι’ ἐμέ, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω· μόνον ὁ ἐπουράνιος Βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύσῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἀξιώσῃ πάντας ἡμᾶς ὁ Κύριος, ἵνα συγκατοικήσωμεν.

Ὁμοίως καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμον καὶ ἐβοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον, εἴθε νὰ λάβωσι τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον Βασιλέα μου. Ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Σκήτης μας εὐλαβῶς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλόν μου Γέροντα Ὀνούφριον καὶ τοὺς παραδελφούς μου Γέροντας Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετισμοὺς καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν Ἱερέα Δοσίθεον μετὰ τοῦ Γέροντός του καὶ τῆς συνοδείας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας Γέροντα Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδείαν του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γείτονά μας Γέροντα Μιχαὴλ μὲ τὴν συνοδείαν του. Ταῦτα γράφω ὡς ἐν συντόμῳ, Πάτερ καὶ Πνευματικέ μου. Αὔριον λοιπὸν Παρασκευῇ, 28ῃ Ἀπριλίου, μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ αἱ ἅγιαι εὐχαί σας εἴθε νὰ μὲ ἐνδυναμώσωσιν. Ἀμήν. Ἐλάχιστος ΑΚΑΚΙΟΣ Μοναχός».