Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Ἂς κοιμῶνται εἰς καθίσματα, ἂς εἶναι ἐζωσμένοι, ἂς φοροῦν εἰς τὰς κεφαλὰς κουκούλια σημειωμένα διὰ σταυροῦ ἐρυθροῦ καὶ κατάνειμον τούτους εἰς εἴκοσι τέσσαρα τάγματα, ὅσα τὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου, ἀρχίζων ἀπὸ τοῦ Ἄλφα ἕως τοῦ Ὠμέγα καί, ἀναλόγως τῆς καταστάσεως αὐτῶν, κατάτασσε τούτους καὶ εἰς ἓν στοιχεῖον, ἤτοι τοὺς ἁπλουστέρους εἰς τὸ Ἰῶτα καὶ τοὺς δυστροπωτέρους εἰς τὸ Ξῖ. Οὕτω καὶ διὰ τοὺς ἅλλους. Κατὰ τὴν γνώμην των ἂς εἶναι καὶ ἡ ἐπωνυμία των καὶ μὴ δεχθῇς Μοναχὸν ἄλλου Μοναστηρίου. Τοὺς δὲ κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ γίνουν Μοναχοί, ἐπὶ τρεῖς χρόνους δοκίμαζε. Ὅταν τρώγουν εἰς τὴν τράπεζαν, ἂς σκεπάζουν τὰς κεφαλὰς μὲ τὰ κουκούλια διὰ νὰ μὴ βλέπουν ὁ εἷς τὸν ἄλλον καὶ συνομιλοῦν». Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα ἦσαν γεγραμμένα ἐπὶ τῆς δέλτου, τὴν ὁποίαν ἔλαβε παρὰ τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ὅσιος καὶ οὕτως ἐκυβέρνα τοὺς ἀδελφοὺς κατὰ τὸ θεῖον πρόσταγμα.

Κατόπιν ἔκτισε διάφορα Μοναστήρια μὲ νοσοκομεῖα ξενῶνας καὶ ἄλλα ἀπαραίτητα. Ὥρισε δὲ καὶ οἰκονόμους καὶ διακονητάς, ἀναλόγους τοῦ πλήθους τῶν ἀδελφῶν. Διότι εἰς τὸ πρῶτον Μοναστήριον ἦσαν χίλιοι τριακόσιοι καὶ εἰς τὰ ἄλλα ὀλιγώτεροι. Ἦσαν δὲ εἰς ὅλα τὰ Μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ἔκτισεν ὁ Παχώμιος, ἑπτὰ χιλιάδες Μοναχοὶ καὶ εἶχεν ἀπὸ ὅλας τὰς τέχνας ἀναλόγους ἀδελφούς. Ἤτοι, δέκα καλλιγράφους, δεκαπέντε ράπτας, ἀναλόγους κηπουροὺς καὶ ὑποδηματοποιοὺς καὶ πάσης ἄλλης τέχνης τεχνίτας, τοὺς ὁποίους ἐκυβέρνα ὁ σοφὸς οὗτος Ὅσιος Παχώμιος μὲ πολλὴν διάκρισιν, διδάσκων συχνάκις τὰ ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια. Τόσον δὲ ἦτο γλυκὺς εἰς τοὺς λόγους καὶ τόσον ὠφέλει διὰ τούτων, ὥστε, ὅστις ἤθελε συνομιλήσει μετ’ αὐτοῦ μίαν φοράν, ἐλυπεῖτο νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τούτου, καθὼς ἐμαρτύρησε καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὅστις μετέβη εἰς τὸ Μοναστήριόν του καὶ ηὐχήθη τὸν Ὅσιον μεθ’ ὅλης τῆς ἀδελφότητος, θαυμάσας τούτους.

Εἶχε δὲ ὁ Ὅσιος ἀδελφήν, ἡ ὁποία, ἀκούσασα παρὰ πολλῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἦτο τοιοῦτος μέγας Ἅγιος, μετέβη νὰ τὸν ἴδῃ. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ τὴν ἴδῃ καὶ διεμήνυσε πρὸς αὐτὴν διὰ τοῦ θυρωροῦ ταῦτα· «Μὴ λυπεῖσαι, ποὺ δὲν μὲ εἶδες, ἀρκεῖ ὅτι ἔμαθες πῶς εἶμαι καλά, ἂν δὲ ἐπιθυμῇς νὰ ἐνδυθῇς τοῦτο τὸ ἅγιον Σχῆμα, θέλω κτίσει πρὸς χάριν σου ἐδῶ πλησίον Μοναστήριον, διὰ νὰ ἔλθουν καὶ ἄλλαι ὡς Μοναχαὶ εἰς τὴν συνοδείαν σου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Παχωμίου σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὄντως ἀληθὴς ἡ θρυλουμένη παροιμία». Τοῦτον μετενεγκὼν εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν ἐξέδωκε τύποις ὁ ἱερὸς Ἀγάπιος ὁ Κρής, συμπεριλαβὼν αὐτὸν εἰς τὴν «Καλοκαιρινήν», ἐξ ἧς παραληφθεὶς ὑφ’ ἡμῶν παρατίθεται ἐνταῦθα, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν. Τὴν ᾀσματικὴν τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀκολουθίαν συνεπλήρωσεν ἄριστα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἑτέρα αὐτοῦ πλήρης Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ, εὑρίσκεται ἔτι ἀνέκδοτος εἰς Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

[2] Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ἤτοι τὴν ιϛʹ (16ην) Μαΐου (βλέπε σελ. 426 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).