Καθ’ ὃν λοιπὸν χρόνον εὑρίσκετο ὁ Ὅσιος ἀσθενής, μετέβη πρὸς ἐπίσκεψίν του Ἀσκητής τις, Ἱερακοπόλλων ὀνομαζόμενος, ὅστις ἦτο πρακτικὸς ἡσυχαστὴς καὶ ἐνουθέτησεν αὐτὸν λέγων· «Ἀνδρίζου, τέκνον, καὶ μὴ δειλιάσῃς πρὸ τῶν πειρασμῶν. Διότι, ἂν νομίσουν οἱ δαίμονες, ὅτι ἐφοβήθης, θέλουν πράξει χειρότερα ἐναντίον σου. Ἂν ὅμως ἴδουν, ὅτι δὲν ὑπολογίζεις τούτους, θέλουσι σὲ ἀφήσει ἀνενόχλητον». Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ ὁ Γέρων ὡς συνοδὸς τοῦ Παχωμίου, ἕως ὅτου ἐκοιμήθη καὶ αὐτός, τὸν ὁποῖον καὶ ἐνεταφίασεν ὁ Ὅσιος. Οὗτος δὲ ἔμενε τοῦ λοιποῦ ἀνενόχλητος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, πατῶν ἐπὶ ὄφεων καὶ σκορπίων, χωρὶς νὰ βλαβῇ οὐδὲ εἰς τὸ παραμικρόν. Οὕτω, ὅταν ἦτο ἀνάγκη, διήρχετο τὸν ποταμὸν ἐπὶ κροκοδείλου καθεζόμενος. Συνηυλίζετο καὶ συνανεστρέφετο ἀφόβως μὲ τὰ ἄγρια θηρία καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ βλάψουν αὐτόν. Ἔλαβε δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως διὰ νὰ γνωρίζῃ τὸ θεῖον θέλημα. Παρεκάλεσε καὶ διὰ τὸν ὕπνον, νὰ τύχῃ τῆς χάριτος νὰ μὴ κοιμᾶται, διὰ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Τὸ χάρισμα δὲ τοῦτο εἶχεν ἐπ’ ἀρκετόν, ὡς ὁ μέγας Ἀντώνιος.
Προσευχόμενος λοιπὸν διαρκῶς, δι’ ὅλης αὐτοῦ τῆς ψυχῆς, ἐφαντάζετο τὸν Θεόν, διὰ τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας του. Ἦλθον δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐγένοντο συνασκηταὶ αὐτοῦ, τὴν πολιτείαν ἐκείνου μιμούμενοι, ὁ δὲ Ὅσιος ὑπεδέχετο ἕνα ἕκαστον μετὰ χαρᾶς. Ἔπειτα, βλέπων ὅτι πολλὰς μερίμνας κατέβαλλε δι’ αὐτοὺς καὶ δὲν εἶχεν ἡσυχίαν, ὡς πρότερον, διελογίζετο ποῖον ἐκ τῶν δύο νὰ εἶναι θεαρεστότερον, ἡ ἡσυχία δηλαδὴ ἢ ἡ προστασία τῶν ἀδελφῶν, προσηύχετο δὲ εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν πληροφορήσῃ περὶ τούτου. Ἦλθε δὲ Ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ὅσιον· «Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ ὑπηρετῇς τοὺς ἀδελφούς σου, Παχώμιε, καὶ καθ’ ὅσον δύνασαι νὰ εἰρηνεύῃς τούτους, ἵνα ἔχουν ἀγάπην πρὸς Ἐκεῖνον καὶ πρὸς ἀλλήλους». Μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ ἐπλήθυναν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἦτο ἀνάγκη σοφωτέρας προστασίας καὶ κυβερνήσεως, ἐνεφανίσθη πάλιν ὁ Ἄγγελος καὶ ἐδίδαξεν εἰς αὐτὸν τὴν τάξιν ἱκανῶς, πῶς δηλαδὴ νὰ πορεύωνται, καθὼς κατωτέρω θέλει φανῆ.
Φωτισθεὶς ὅθεν ὁ Ὅσιος ἐξ ὅσων ἤκουσε παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, ὑπεδέχετο ἕνα ἕκαστον, ἐξ ὅσων ἤρχοντο μὲ τὸ θέλημά των, καθὼς καὶ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἔφερον οἱ γονεῖς των, ὅμως δὲν ἐκούρευε τούτους εὐθὺς Μοναχούς, ἀλλὰ ἐδοκίμαζε πρῶτον, διδάσκων αὐτοὺς πολλάκις νὰ καταφρονοῦν κτήματα, χρήματα, δόξαν, τιμήν, ἀγάπην γονέων, σαρκὸς θελήματα καὶ πάντα τὰ ἐπακόλουθα.