Ἐν τῷ κόσμῳ δὲ ἀκόμη εὑρισκόμενος ό Θεόδωρος ὑπεβάλλετο εἰς περισσοτέραν σκληραγωγίαν ἀπὸ τοὺς Ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Διότι μόνον ἀνὰ δύο ἡμέρας ἔτρωγε καὶ μόνον μίαν φοράν, τιμωρῶν τοιουτοτρόπως τὴν σάρκα καὶ προγυμναζόμενος. Βλέποντες, τέλος, οἱ γονεῖς του, ὅτι ἐπὶ δύο χρόνους ὑπεβάλλετο ἐθελουσίως εἰς τόσην στενοχωρίαν, συνεχώρησαν τὴν ἀναχώρησίν του καὶ οὕτω μετέβη εἰς τὸν μέγαν Παχώμιον, διὰ τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει, ὅτι ἦτο ἄνθρωπος ἅγιος, ἐκεῖνος δὲ τὸν ἐκράτησεν ἀμέσως γνωρίσας διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁποῖος ἔμελλε νὰ κατασταθῇ εἰς τὸ ὕστερον ὁ νέος οὗτος Θεόδωρος. Ἐκράτησε λοιπὸν τοῦτον πλησίον αὐτοῦ χαίροντα ὁ Ὅσιος, χαίρων καὶ ὁ ἴδιος, ἀγαπῶν καὶ ἐκτιμῶν τοῦτον περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διότι τὸν ἔβλεπεν ἔχοντα ὑπακοὴν ἀπόλυτον. Μετὰ δὲ καιρόν, ἀκούσασα ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ὅτι ὁ υἱός, της εὑρίσκετο πλησίον τοῦ Παχωμίου, ἐπεθύμησε νὰ τὸν ἰδῇ, διότι ἠγάπα αὐτόν, ὡς φιλότεκνος, ὑπερμέτρως. Ὅθεν ἔλαβε γράμματα ἀπό τινας Ἐπισκόπους πρὸς τὸν Παχώμιον, διὰ τῶν ὁποίων παρεκάλουν τὸν Ὅσιον νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν μητέρα του τὸν Θεόδωρον. Μετέβη λοιπὸν ἡ γυνὴ εἰς τὸ γυναικεῖον Μοναστήριον καὶ διὰ τῶν ὑπηρετῶν ἔστειλε πρὸς τὸν Ὅσιον τὰ γράμματα.
Ἀναγνώσας τὰ γράμματα ὁ Ὅσιος συνεχώρησε νὰ συναντηθῇ ὁ Θεόδωρος μὲ τὴν μητέρα του, ἀλλ’ οὗτος ἀπεκρίθη· «Πῶς, Πάτερ, νὰ γίνω εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς πρόσκομμα καὶ νὰ παροργίσω, διὰ τὴν ἀγάπην τῆς μητρός, τὸν Δεσπότην μας; Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἠρνήθην τὸν κόσμον, δὲν ἔχω πλέον μητέρα ἢ ἀδελφούς, διότι ἀντὶ τούτων ἔχω τὸν Δεσπότην Χριστόν, τὸν ὁποῖον πρεπόντως προετίμησα ἐξ ὅλων τῶν τοῦ κόσμου τούτου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος ἐθαύμασε καὶ ἐπῄνεσεν αὐτόν, εἰπών· «Ἐπειδὴ προτιμᾷς μὲ τόσην γνῶσιν καὶ τόσην φρόνησιν τὸν Δεσπότην Χριστὸν ὑπὲρ τὴν μητέρα σου, ἐπαινῶ καὶ ἐγὼ ταύτην τὴν σωτήριον γνώμην σου, ἐπειδὴ Αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὕτως ὥρισε λέγων· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι’ 37). Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ἐκεῖνοι, οἵτινες ἔγραψαν εἰς ἡμᾶς, θέλουν χαρῆ, ἀκούοντες τὴν φιλόθεον γνώμην σου». Ὅταν ἡ μήτηρ τοῦ Θεοδώρου ἤκουσεν ὅτι ὁ υἱός της δὲν ἐξήρχετο νὰ τὸν ἴδῃ, δὲν ἐπέστρεψε πλέον εἰς τὴν οἰκίαν της, ἀλλ’ ἔμεινε μετὰ τῶν παρθένων, εἰποῦσα· «Ἂς παραμείνω λοιπὸν καὶ ἐγὼ εἰς τοῦτο τὸ ψυχοσωτήριον Μοναστήριον, διὰ νὰ ἴδω κάποτε τὸν υἱόν μου, νὰ κερδήσω δὲ καὶ τὴν ψυχήν μου ἡ τάλαινα». Ὅμως, ἂς ἀφήσωμεν πρὸς τὸ παρὸν τὸν Θεόδωρον, ἵνα ἐπανέλθωμεν εἰς τὸν μέγαν Παχώμιον.