Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Ὁ δὲ Παχώμιος ἐσκανδαλίσθη μέν, ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὡς φρόνιμος καὶ ἐνάρετος ὑπέμεινε τὴν ὕβριν καὶ δὲν ὡμίλησε. Κατὰ δὲ τὴν νύκτα ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν του, λέγων· «Οἵμοι τῷ τάλανι! πῶς ἐσκανδαλίσθην δι’ ἕνα λόγον καὶ ἐθυμώθην, μετὰ τοὺς τοσούτους κόπους τῆς ἀσκήσεως. Ἐλέησόν με, Κύριε, διότι δὲν ἐνέκρωσα ἀκόμη τὴν σάρκα, ἀλλὰ γίνομαι δοῦλος τοῦ ἐχθροῦ, ὁ δείλαιος. Πῶς θὰ διδάσκω εἰς τοὺς ἄλλους τὴν πραότητα, ὅταν ἐγὼ δὲν ἀπέκτησα ταύτην». Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔλεγε καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, κλαίων. Διὰ τοιαύτης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος ἦτο κεκοσμημένος ὁ μακάριος.

Μετ’ ὀλίγον καιρὸν ὁ Ἰωάννης ἐκοιμήθη καὶ ἔμεινεν ὁ Παχώμιος μόνος, ἀγωνιζόμενος ὡς καὶ πρότερον. Οἱ δὲ δαίμονες ἠνώχλουν αὐτὸν πολλάκις διὰ νὰ φοβηθῇ καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον. Οὕτως, ὅταν ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν κανόνα του, τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἔμπροσθεν αὐτοῦ εὑρίσκετο λάκκος βαθύς, τοῦτο δὲ τοῦ παρουσίαζεν ὁ ἐχθρὸς διὰ νὰ μὴ κλίνῃ τὰ γόνατα εἰς προσευχήν. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος, ἐννοῶν τὴν πανουργίαν, ἔκαμνεν, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, περισσοτέρας μετανοίας. Ἄλλοτε πάλιν τὸ κελλίον του ἐκλονίζετο καὶ ἔτρεμεν ὥραν πολλήν, ὡς νὰ ἦτο ἕτοιμον νὰ καταρρεύσῃ. Ἄλλοτε ὁ δαίμων μετεμορφοῦτο εἰς πετεινὸν καὶ ἔκραζεν. Ἄλλοτε ἀνεσήκωνον πολλοὶ ἓν φύλλον δένδρου, δι’ ἑνὸς ξύλου μακροῦ καὶ ἔκαμνον δῆθεν ὅτι δὲν ἠδύναντο, διὰ νὰ γελάσῃ ὁ Ὅσιος. Ἄλλοτε πάλιν οἱ δαίμονες ἐγίνοντο γυναῖκες ὁλόγυμναι καὶ ἐκάθηντο πλησίον του, ὅτε ἔτρωγεν. Ἀλλ’ αὐτὸς οὐδόλως παρετήρει τούτους, διὰ δὲ τῆς προσευχῆς του διεσκόρπιζεν αὐτούς, λέγων μετὰ τῶν ἄλλων ἱερῶν λόγων καὶ πολλὰ ρητὰ τοῦ Δαυΐδ. Ἤτοι, τὸ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς» (Ψαλμ. ξζ’ 1), τὸν ἐνενηκοστὸν ψαλμὸν καὶ ἄλλα.

Ὅθεν, ἰδόντες οἱ δαίμονες ὅτι δὲν ἐνίκων τὸν ἀήττητον μὲ φαντάσματα, ὠργίσθησαν καὶ νύκτα τινὰ ἔδειραν αὐτὸν ἀγρίως ἀπὸ τὴν πρώτην ὥραν ἕως ὅτου ἐξημέρωσεν. Ἐκ τούτου ἠσθένησε βαρέως καὶ ἐκείτετο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἀλλὰ ἂς μὴ θαυμάσῃ τις εἰς τὸ πῶς συγχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ δέρουν οἱ δαίμονες τοὺς Ἁγίους. Διότι διὰ νὰ γίνουν διὰ τῆς δοκιμῆς τέλειοι καὶ νὰ λάβουν πεῖραν τῶν πειρασμῶν, οἰκονομεῖ ὁ Πάνσοφος νὰ τιμωροῦνται, ὡς συνέβη μὲ τὸν Ἰώβ, τὸν Ἀντώνιον καὶ πλείστους ἄλλους Ἁγίους ἄνδρας, οὕτω δέ, διὰ τῆς δοκιμασίας καὶ τῶν πειρασμῶν ὡς χρυσὸς κατεργαζόμενοι, νὰ γίνωνται τελειότεροι.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Παχωμίου σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὄντως ἀληθὴς ἡ θρυλουμένη παροιμία». Τοῦτον μετενεγκὼν εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν ἐξέδωκε τύποις ὁ ἱερὸς Ἀγάπιος ὁ Κρής, συμπεριλαβὼν αὐτὸν εἰς τὴν «Καλοκαιρινήν», ἐξ ἧς παραληφθεὶς ὑφ’ ἡμῶν παρατίθεται ἐνταῦθα, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν. Τὴν ᾀσματικὴν τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀκολουθίαν συνεπλήρωσεν ἄριστα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἑτέρα αὐτοῦ πλήρης Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ, εὑρίσκεται ἔτι ἀνέκδοτος εἰς Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

[2] Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ἤτοι τὴν ιϛʹ (16ην) Μαΐου (βλέπε σελ. 426 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).