Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Ἐξαιρέτως δὲ νὰ τηρῶσιν ὑπακοὴν εἰς τὸν Προεστῶτα καὶ νὰ φροντίζουν διὰ τὴν χαλιναγώγησιν τοῦ ἰδίου θελήματος, ἀρετὴν εἰς τὴν ὁποίαν περικλείονται ὅλαι αἱ ἄλλαι. Διὰ τοιούτων καὶ ἄλλων παρομοίων διδασκαλιῶν προεγύμναζε τούτους, μετὰ δὲ ταῦτα ἔκαμνε τούτους Μοναχούς, παραδίδων τὸ Σχῆμα, ὁ πάνσοφος, καὶ ὑπηρέτει μόνος εἰς ὅλα μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν θαυμασίαν, ὄχι μόνον τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ ὅλας τὰς ἀνάγκας τῶν ἀδελφῶν, διὰ νὰ μὴ στερηθοῦν οὐδενὸς ἀναγκαίου καὶ ἐκ τούτου ἀθυμήσωσι.

Τόσον δὲ ἐκοπίαζε καὶ τοιαύτην ἀγάπην ἐδείκνυεν ὁ Ὅσιος πρὸς τοὺς Μαθητάς του, ὥστε ἐθαύμαζον ἅπαντες, βλέποντες τόσην στοργὴν καὶ ἐτίμων καὶ ἐσέβοντο αὐτὸν ώς πατέρα φιλόστοργον καὶ φιλόπαιδα, ἀγωνιζόμενοι νὰ μιμοῦνται τοῦτον ὅσον ἠδύναντο, ὑπηρετοῦντες ὁ εἷς τὸν ἄλλον. Ἐτόλμησαν δέ ποτε καὶ τὸν ἠρώτησαν· «Διατί, Πάτερ, κοπιᾷς μόνος, ὑπηρετῶν ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους μὲ τόσους κόπους καὶ ταλαιπωρίας;». Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Διὰ νὰ μὴ ἀμελῆτε τὰ ψυχικά, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε ὁλοψύχως καὶ νὰ κάμνετε ἀόκνως τὸν κανόνα σας. Διότι δὲν εἶμαι ἐγὼ καλλίτερος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὅστις ὑπηρέτει τοὺς Ἀποστόλους. Λοιπόν, καθὼς βλέπετε ἐμέ, κάμετε καὶ σεῖς διὰ νὰ διατηρήσητε τὴν ἀγάπην καὶ νὰ βοηθῆτε ὁ εἷς τὸν ἄλλον, ὅσον δύνασθε». Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν ἦτο νέος τις, ὀνόματι Θεόδωρος, ὅστις ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήριον μικρὸν παιδίον καὶ ἐμιμεῖτο πολὺ εἰς τὰς ἀρετὰς τὸν Παχώμιον. Οὗτος δὲ τὸν ἠγάπα διὰ τὰς ἀρετάς του περισσότερον τών ἄλλων καὶ εἶχεν αὐτὸν ὡς τέκνον γνήσιον.

Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ καιρὸς παρήρχετο, τόσον προσήρχοντο ἀδελφοὶ ὁλονὲν καὶ περισσότεροι, διότι ἡ φήμη καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ Παχωμίου ἔσυρε τούτους πρὸς τὰ ἐκεῖ ὡς ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον. Λοιπὸν ἦλθε πάλιν Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔδωσεν εἰς τὸν Ὅσιον δέλτον ἐκ χαλκοῦ εἰς σχῆμα πλακός, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦσαν γεγραμμένα ταῦτα· «Συγχώρει εἰς τὸν καθένα νὰ τρώγῃ, νὰ πίνῃ καὶ νὰ ἐργάζεται κατὰ τὴν δύναμίν του. Ἤτοι, ὅσοι εἶναι κατὰ τὸ σῶμα δυνατοί, ἂς τρώγουν καὶ ἂς ἐργάζωνται περισσότερον. Ὅσοι δὲ ἡσυχάζουν καὶ νηστεύουσι, μὴ ἐμποδίσῃς τούτους ἀπὸ τὴν ἄσκησιν, καὶ κτίσον κελλία διάφορα. Τὸ γεῦμα ὅλων ἂς εἶναι κοινόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Παχωμίου σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὄντως ἀληθὴς ἡ θρυλουμένη παροιμία». Τοῦτον μετενεγκὼν εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν ἐξέδωκε τύποις ὁ ἱερὸς Ἀγάπιος ὁ Κρής, συμπεριλαβὼν αὐτὸν εἰς τὴν «Καλοκαιρινήν», ἐξ ἧς παραληφθεὶς ὑφ’ ἡμῶν παρατίθεται ἐνταῦθα, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν. Τὴν ᾀσματικὴν τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀκολουθίαν συνεπλήρωσεν ἄριστα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἑτέρα αὐτοῦ πλήρης Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ, εὑρίσκεται ἔτι ἀνέκδοτος εἰς Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

[2] Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ἤτοι τὴν ιϛʹ (16ην) Μαΐου (βλέπε σελ. 426 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).