Ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλὰ θαυμάσια ἐποίησεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ὁσίου. Οὗτος δέ, ὁ μακάριος, οὐδέποτε ἐκενοδόξησεν, ἀλλὰ ἔλεγεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐποίει ταῦτα πρὸς τὸ συμφέρον τῶν δούλων Αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο ἐπεμελεῖτο νὰ πράττῃ πάντοτε οὐχὶ τὸ ἰδικόν του, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα, καθὼς ἐκεῖνος ἐδίδασκε, δηλαδὴ νὰ μὴ κάμνωμεν τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προστασσόμεθα ἀπὸ τοὺς Πατέρας καὶ διδασκάλους μας. Ἔλεγε, δὲ καὶ τοῦτο ὁ πάνσοφος. Ὅτι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι χρησιμωτέρα καὶ ὠφελιμωτέρα τῆς τοῦ σώματος. Ἐπίσης συνεβούλευεν ὅτι, ἐὰν ἴδῃς ἀμελῆ, ὅστις δὲν ἐργάζεται τὸ καλὸν καὶ διὰ τῆς διδαχῆς σου τὸν κάμῃς πρόθυμον εἰς τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸν εἰδωλολάτρην καὶ ἄσπλαγχνον τὸν κάμῃς εὔσπλαγχνον, τὸν ὑπερήφανον ταπεινὸν καὶ τὸν πόρνον σώφρονα, δὲν εὐηργέτησες τούτους ὀλιγώτερον ἀπὸ τοῦ νὰ ἦσαν παράλυτοι καὶ νὰ ἔδιδες εἰς αὐτοὺς τὴν ἴασιν τοῦ σώματος. Ἦτο δὲ καὶ κατὰ πολὺ μακρόθυμος καὶ πραότατος ὁ μακάριος Παχώμιος καὶ οὐδέποτε ὠργίζετο. Ἀκούσατε δὲ τὰ τῆς ἀνεξικακίας αὐτοῦ.
Εἰς ἓν ἐκ τῶν Μοναστηρίων του διέμενε Μοναχός τις, ὅστις ἐζήτει παρὰ τοῦ Ἡγουμένου ἓν διακόνημα, τὸ ὁποῖον ἦτο ὑπὲρ τὴν δύναμίν του, ἐκεῖνος δέ, γνωρίζων τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ὑποτακτικοῦ του, δὲν ἤθελε νὰ ἀναθέσῃ εἰς αὐτὸν τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος διακόνημα. Διὰ νὰ μὴ ἐνοχλῇ δὲ αὐτὸν ὁ αὐθάδης ἐκεῖνος, εἶπεν, ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν συνεχώρει νὰ τοῦ ἀναθέσῃ τὸ διακόνημα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐζήτει. Ὅθεν, ὀργισθεὶς ὁ ἀναίσχυντος ἐκεῖνος, ἥρπασε τὸν Ἡγούμενόν του καὶ ἔσυρεν αὐτὸν ἕως ότου ἔφθασαν εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔκτιζε τεῖχος. Ἐφώναξε τότε ὁ Μοναχός, ἀπὸ τὸν θυμὸν νικώμενος, πρὸς τὸν Ὅσιον· «Κατέβα κάτω, ψεύστη, νὰ μοῦ εἰπῇς διατί δὲν εἶμαι ἄξιος τῆς τάξεως, τὴν ὁποίαν ἐζήτησα;». Τότε ὁ μὲν Ὅσιος ἐσιώπα ὑβριζόμενος, ὁ δὲ ὑβριστὴς ἀπεθρασύνετο περισσότερον. Ὅθεν, διὰ νὰ σβύσῃ ὁ Ὅσιος τὸν θυμὸν τοῦ αὐθάδους Μοναχοῦ, ἔλεγεν· «Ἥμαρτον, συγχώρησόν με, τέκνον μου. Δὲν ἔσφαλες καὶ σὺ κάποτε;». Μετὰ βίας λοιπὸν κατέπαυσε τὸν ἄδικον θυμὸν τοῦ παραλόγου ὁ Ὅσιος, ὅτε ἀφήσας τὴν ἐργασίαν του κατῆλθεν ἐκ τοῦ τείχους καὶ ἠρώτα κρυφίως τὸν Προεστῶτα τῆς Μονῆς, ὅστις καὶ διηγήθη τὴν ὑπόθεσιν, ὡς ἐλέχθη. Ὅθεν ὁ Ὅσιος ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ δώσῃ εἰς τὸν Μοναχὸν τὸ διακόνημα, τὸ ὁποῖον ἐζήτει, μήπως ἀλλάξῃ γνώμην καὶ γίνῃ καλός, ἵνα μὴ κολασθῇ ὁ ταλαίπωρος.