Ταῦτα ἀφοῦ εἶπεν ὁ Ὅσιος, ἐπρόσταξε νὰ ἐκδύσουν τὸν Σιλβανὸν τοῦ Μοναχικοῦ ἐνδύματος, νὰ τὸν ἐνδύσουν κοσμικῶς καὶ νὰ τὸν ἐκδιώξουν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον. Ὁ δὲ Σιλβανός, πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου, παρεκάλει αὐτὸν μετὰ δακρύων λέγων· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, καὶ μὴ μὲ ἀποδιώξῃς· ὑπόσχομαι δὲ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ κάμω τοιαύτην μετάνοιαν, ὥστε νὰ χαίρῃς, ὅταν μὲ βλέπῃς». Τότε εἶπεν ὁ Ὅσιος· «Γνωρίζεις πόσας φορὰς σὲ ὑπέμεινα καὶ σὲ ἐνουθέτησα καὶ πολλάκις σὲ ἔδειρα, ἵνα διορθώσῃς τὸ σφάλμα σου πρὸς σωτηρίαν σου. Καὶ ἐπόνουν ἐγώ, μάρτυς μου ὁ Κύριος, περισσότερον ἀπὸ σέ, ὅταν σὲ ἐμάστιζον, ὡς φιλόστοργος πνευματικός σου Πατήρ. Ἐὰν λοιπόν, νουθετούμενος δὲν διωρθώθης οὔτε ἐφοβήθης ραβδιζόμενος, πῶς θὰ σὲ πιστεύσω τώρα, μετέωρε;». Ὁ Σιλβανὸς παρεκάλει τότε ἀκόμη περισσότερον τὸν Ὅσιον νὰ τὸν συγχωρήσῃ διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ, ὑποσχόμενος νὰ μὴ πταίσῃ ποτὲ πλέον εἱς τὸ μέλλον. Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπε· «Δός μοι τινὰ ἐγγυητὴν καὶ νὰ σὲ κρατήσω».
Ἔφεραν λοιπὸν τότε ἐνάρετόν τινα γέροντα, ὀνομαζόμενον Πετρώνιον, ὁ ὁποῖος ἀνεδέχθη τὸν Σιλβανὸν ὅταν ἐγένετο Μοναχός, ἠγγυήθη δὲ τότε καὶ πάλιν δι’ αὐτὸν πρὸς τὸν Ὅσιον. Οὕτω ὁ Ὅσιος τὸν ἐκράτησεν. Ἔπειτα ἐνουθέτησε χωριστὰ τὸν Πετρώνιον, εἰπών· «Γνωρίζομεν ὅτι ἐκοπίασες χρόνους πολλοὺς εἰς τὴν ἄσκησιν, ἀλλὰ λάβε καὶ τοῦτον τὸν κόπον χάριν τοῦ τέκνου σου. Σύμπασχε καὶ συναγωνίζου μετ’ αὐτοῦ ἕως ὅτου σωθῇ, διότι ἐγὼ ἔχω τὰς φροντίδας τῶν πολλῶν καὶ δὲν εὑρίσκω καιρόν». Παραλαβὼν λοιπὸν αὐτὸν ὁ Πετρώνιος συνειργάζετο μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐργόχειρον τῶν ψαθίων καὶ ἀπὸ κοινοῦ ἐνήστευον καὶ προσηύχοντο ὡς ἔπρεπε, ἔκτοτε δὲ ὁ Σιλβανὸς ὑπετάσσετο εἰς ὅλα εἰς τὸν Γέροντά του, τόσον ὥστε οὐδὲ φύλλον λαχάνου δὲν ἔτρωγε χωρὶς τὴν βουλὴν τοῦ Γέροντος. Καὶ τόσην ταπείνωσιν καὶ πραότητα ἀπέκτησεν, ὥστε δὲν ἤγειρε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ἴδῃ τινά, οὐδὲ ἤνοιγε τὸ στόμα νὰ ὁμιλήσῃ. Ἠγρύπνει, προσηύχετο, ἔκαμνε μετανοίας, κατὰ δὲ τὴν νύκτα ὀλίγον μόνον ἐκοιμᾶτο καὶ πάλιν καθήμενος εἰς τὸ μέσον τοῦ κελλίου.
Ἀλλὰ διατί νὰ μακρηγοροῦμεν; Ὄντως ἄξιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ σκεῦος ἐκλεκτὸν ἐγένετο ὁ θαυμάσιος καὶ τόσον ἀγῶνα ἔκαμνε διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του τότε, ὥστε ἐγένετο δι’ ὅλους τύπος καὶ ὑπόδειγμα εἰς πᾶσαν ἀρετὴν καὶ εὐλάβειαν. Κατὰ δὲ τὴν ταπεινοφροσύνην περισσότερον ἔλαμψε καὶ δὲν ἔλειψαν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του τὰ δάκρυα, μετὰ τὴν θείαν αὐτοῦ ἀλλοίωσιν, τόσον ὥστε καὶ τὴν ὀλίγην τροφήν, τὴν ὁποίαν ἔτρωγε, περιέχυνε μὲ δάκρυα ὁ τρισμακάριος.