Ἄλλην φορὰν ὁ Ὅσιος ἔμεινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας καὶ προσηύχετο ἕως τῆς ὥρας τοῦ Ὄρθρου, δεόμενος εἰς τὸν Θεὸν νὰ ἀποκαλύψῃ εἰς αὐτὸν τὴν κατάστασιν τῶν μελλόντων ἀδελφῶν. Ἤτοι ὁποίας γνώμης καὶ ἀρετῆς μέλλει νὰ εἶναι οἱ μεταγενέστεροι Μοναχοί. Καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου εἶδε φῶς ἀστράπτον. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἔκστασιν, ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν, ὅτι θὰ πληθύνουν εἰς ὅλον τὸν κόσμον τὰ Μοναστήρια, ἵνα πολιτεύωνται οἱ Μοναχοὶ εὐσεβῶς, ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι τόσον ἐνάρετοι. Ταῦτα δὲ ἐνῷ ἤκουεν, ἐφάνη εἰς τὸν Ὅσιον ὅτι εἶδεν εἰς πεδιάδα ξηρὰν λάκκον βαθύτατον καὶ πλῆθος Μοναχῶν ἀναρίθμητον, οἵτινες περιεπάτουν ταχέως, ἀλλά, λόγῳ τοῦ σκότους, ἔπιπτον ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου καὶ δὲν ἐγνωρίζοντο. Τινὲς δὲ ἐδοκίμαζον νὰ ἀνέλθουν πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλὰ δὲν ἠδύναντο. Ὅθεν ἐκ τοῦ κόπου ἔπιπτον. Ἄλλοι πάλιν, ὅσοι ἦσαν ἐπὶ τοῦ ἄνω μέρους τῆς κοιλάδος, ἐκρημνίζοντο εἰς τὸν κατήφορον. Ἕτεροι δέ, πολὺ ὀλίγοι, ἐξήρχοντο ἐκ τοῦ λάκκου ἐκείνου μὲ πολὺν κόπον καὶ βάσανον καὶ ὅταν ἔφθαναν εἰς τὰ ἄνω εὕρισκον φῶς, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἰσερχόμενοι ἔχαιρον, εὐχαριστοῦντες τὸν Κύριον.
Ἐκ τούτου τοῦ ὁράματος ἐγνώρισεν ὁ Ὅσιος Παχώμιος τὴν κατάστασιν τῶν μεταγενεστερων Μοναχῶν. Ὅτι θὰ ἦσαν ἀμελεῖς εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀπρόκοποι καὶ ὅτι δὲν θὰ ἔχουν καλοὺς Ποιμένας, ἀλλ’ ἀναξίους καὶ ἄφρονας, οἵτινες δὲν θὰ φροντίζουν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ὑποτασσομένων, ἀλλὰ μόνον νὰ συναθροίζουν χρήματα καὶ κτήματα καὶ νὰ κάμνουν τὰς κακὰς ἐπιθυμίας των. Νὰ ὁρίζουν τοὺς ἁπλουστέρους διὰ τῆς βίας, μὲ τρόπον τυραννικόν, οἱ δὲ ἐγαθοὶ καὶ ταπεινόφρονες νὰ μὴ ἔχουν καθόλου παρρησίαν. Περίλυπος λοιπὸν διὰ ταῦτα γενόμενος ὁ μέγας Παχώμιος, ἐβόησε πρὸς τὸν Θεόν, λέγων· «Κύριε Παντοκράτορ, ἐὰν μέλλῃ νὰ γίνουν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μοὶ ἀπεκάλυψες, διατί συνεχώρησες νὰ γίνωνται τὰ Κοινόβια; Εἰς μάτην λοιπὸν ἐκοπίασα καὶ ἀκαίρως ἐβασανίσθην; Μνήσθητι τῶν κόπων τῶν ἀδελφῶν, οἵτινες ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ των διὰ τὸ ὄνομά Σου ἐταπεινώθησαν. Ἐνθυμοῦ, Κύριε, ὅτι μοὶ ὑπεσχέθης νὰ μὴ λείψῃ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, τὸ πνευματικὸν σπέρμα μου. Γνωρίζεις, Δέσποτα, ὅτι ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἀφ’ ἧς περιεβλήθην τὸ Σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ, οὔτε ἄρτον οὔτε ὕδωρ οὔτε ἄλλο ἀγαθὸν τῆς γῆς ἐχόρτασα».