Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμεινεν ὀλίγον καιρὸν μετὰ τῶν ἀδελφῶν, ἐπεθύμησε νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὸν Κύριον καὶ παρεκάλει πολλάκις τὸν Ὅσιον νὰ ἐπιτρέψῃ τοῦτο. Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν συγκατετίθετο, ἀλλ’ ἐνουθέτει αὐτὸν ἐν σωφροσύνῃ ὡς ἔμπειρος, λέγων· «Ἀδελφέ, ἐπειδὴ τώρα δὲν ὑπάρχουν βασιλεῖς εἰδωλολάτραι, ἀλλ’ ὁ Κωνσταντῖνος ὁ εὐσεβέστατος, τίς σὲ ἀναγκάζει νὰ ἐπιζητήσῃς νὰ λάβῃς τὸ Μαρτύριον; Ὑπόμεινον τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως καὶ φύλαττε, τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἀόκνως, ἵνα συναριθμηθῇς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν μετὰ τῶν Ἁγίων». Ταῦτα συνεβούλευεν ὁ γνωστικὸς Παχώμιος. Ἀλλ’ ὁ ἀσύνετος ἐκεῖνος δὲν ἐπείθετο καὶ καθ’ ἑκάστην ἠνώχλει τὸν Ὅσιον ἵνα ἐπιτρέψῃ τοῦτο. Οὗτος δὲ πάλιν ἔκλειε τὸ στόμα αὐτοῦ, λέγων· «Φυλάττου, ἀδελφέ, μὴ σὲ πλανήσῃ ὁ διάβολος καί, ἀντὶ νὰ μαρτυρήσῃς, γίνῃς ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ καταπέσῃς εἰς τὴν ἀπώλειαν».

Μετὰ δύο ἡμέρας ὁ Ὅσιος ἀπέστειλε δύο Μοναχοὺς εἰς ἓν χωρίον τῶν ἄνω μερῶν, διὰ νὰ συλλέξουν χόρτον διὰ τὰ ψαθία. Οὗτοι δὲ ἠργοπόρησαν νὰ ἐπιστρέψωσι, διότι ἔκοπτον χόρτον εἰς μίαν νῆσον ὅπου εὗρον πολὺ τοιοῦτον. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔστειλε τὸν ὡς ἄνω Ἀσκητήν, τὸν ποθοῦντα τὸ Μαρτύριον, νὰ φέρῃ πρὸς αὐτοὺς τροφήν, τὴν ὁποίαν ἐφόρτωσεν ἐπὶ ὄνου. Ὅτε δὲ ἔφθασεν εἰς τὴν ἔρημον, εὗρεν ἐκεῖ Βλεμίους τινάς, οἵτινες κατῆλθον ἐκ τοῦ ὄρους διὰ νὰ προμηθευθῶσιν ὕδωρ καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἔδεσαν τὰς χεῖράς του καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τοὺς ἄλλους, μετὰ τοῦ ὄνου, χαίροντες. Ἐκεῖ τὸν ἠνάγκαζον νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς δαίμονας. Οὗτος δέ, κατ’ ἀρχὰς μὲν ἀντετάχθη, κατόπιν ὅμως ἐνέδωσε. Διότι ὅταν ἐκεῖνοι ἔσφαζον τὰ ζῷα καὶ ἔκαμνον θυσίαν, ἔδραμον μετὰ τῶν ξιφῶν των ἐναντίον του καὶ ἠπείλουν αὐτὸν διὰ θανάτου, ἐὰν θὰ ἠρνεῖτο νὰ θυσιάσῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὰ εἴδωλα. Δειλιάσας λοιπόν, ὁ δείλαιος, πρὸ τοῦ προσκαίρου θανάτου, ἐπροτίμησε νὰ κατακριθῇ, θυσιάσας εἰς τὸν ὄνον. Φαγὼν δὲ καὶ κρέας ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, ἠθέτησε τὸν Δεσπότην Χριστόν, ὁ ἄχρηστος. Ἀκολούθως, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχετο νὰ μείνῃ μετ’ αὐτῶν, τὸν ἀπέλυσαν. Ἐνῷ δὲ κατήρχετο ἐκ τοῦ ὄρους, ᾐσθάνθη τὴν ἀνομίαν του ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, τὴν ἀσέβειάν του καὶ σχίσας τὰ ράσα του ἔδερε τὸ πρόσωπον καὶ ἤρχισε νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ Μοναστήριον, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Παχωμίου σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὄντως ἀληθὴς ἡ θρυλουμένη παροιμία». Τοῦτον μετενεγκὼν εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν ἐξέδωκε τύποις ὁ ἱερὸς Ἀγάπιος ὁ Κρής, συμπεριλαβὼν αὐτὸν εἰς τὴν «Καλοκαιρινήν», ἐξ ἧς παραληφθεὶς ὑφ’ ἡμῶν παρατίθεται ἐνταῦθα, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν. Τὴν ᾀσματικὴν τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀκολουθίαν συνεπλήρωσεν ἄριστα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἑτέρα αὐτοῦ πλήρης Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ, εὑρίσκεται ἔτι ἀνέκδοτος εἰς Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

[2] Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ἤτοι τὴν ιϛʹ (16ην) Μαΐου (βλέπε σελ. 426 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).