Νύκτα δέ τινα, ἐνῷ ὁ Ὅσιος περιεπάτει μετὰ τοῦ Θεοδώρου, εἶδον εἰς τὸ μέσον τοῦ Μοναστηρίου γυναῖκα ὡραιοτάτην, τῆς ὁποίας τὸ κάλλος, τὸ σχῆμα καὶ ἡ ὅλη φαντασία τόσον ἐτάραξαν τὸν Θεόδωρον, ὥστε ἠλλοιώθη κατὰ πρόσωπον. Ἰδὼν δὲ ὁ Ὅσιος τοῦτον οὕτω δειλιάσαντα, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔχε θάρρος εἰς τὸν Θεόν, Θεόδωρε, καὶ μὴ φοβεῖσαι». Τότε προσηυχήθησαν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Θεὸν νὰ ἐξαφανισθῆ ἡ φαντασία ἐκείνη ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν των. Ὅσον δὲ οὗτοι προσηύχοντο, τόσον ἐκείνη ἐπλησίαζεν αὐτούς, πρὸ δὲ ταύτης ἔτρεχον ἀναρίθμητοι δαίμονες. Ἐγγίσασα δὲ τοὺς Ἁγίους, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Μὴ κοπιάζετε ἀδίκως, διότι δὲν δύνασθε πρὸς τὸ παρὸν νὰ μὲ διώξετε, ἐπειδὴ ὁ Παντοκράτωρ Θεὸς μοὶ ἔδωκεν ἐξουσίαν νὰ ἐνοχλῶ ὅσους θέλω». Ἠρώτησε τότε ὁ Παχώμιος· «Τίς εἶσαι καὶ πόθεν καὶ τίνα ἦλθες νὰ ἐνοχλήσῃς;». Ἡ δὲ γυνὴ ἐκείνη ἀπεκρίθη· «Ἐγὼ εἶμαι ἡ θυγάτηρ τοῦ διαβόλου καὶ ὅλη ἡ δύναμις αὐτοῦ. Διότι ὅλοι οἱ δαίμονες ἐμὲ ὑπηρετοῦν. Ἔλαβον δὲ ἐξουσίαν νὰ πολεμήσω κατὰ σοῦ, Παχώμιε. Διότι οὐδεὶς μὲ ἐξενεύρισεν ὡς σύ, ὅστις συναθροίζεις κατ’ ἐμοῦ τόσον πλῆθος νέων καὶ γερόντων καὶ μετέβαλες εἰς πόλιν τὴν ἔρημον καὶ μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ περιετείχισες τούτους τόσον, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ ἐνοχλήσουν αὐτοὺς οἱ ὑπηρέται μου. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα συνέβησαν εἰς ἐμὲ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου, ὅστις σᾶς ἔδωκεν ἐξουσίαν νὰ καταπατῆτε τὴν δύναμίν μας καὶ νὰ μᾶς ἐμπαίζετε».
Ἠρώτησε πάλιν ὁ Παχώμιος· «Ἐμὲ λοιπὸν ἦλθες νὰ ἐνοχλήσῃς ἢ καὶ ἄλλους ἐκ τῆς ποίμνης μου;». Ἀπεκρίθη ἐκείνη· «Σὲ καὶ τὸν Θεόδωρον. Πλήν, ἂν καὶ ἔλαβον τὴν ἐξουσίαν, πάλιν δὲν τολμῶ νὰ σᾶς ἐνοχλήσω. Διότι γνωρίζω, ὅτι σᾶς προσφέρω περισσοτέραν ὠφέλειαν ἢ βλάβην. Μάλιστα πρὸς σέ, Παχώμιε, ὅστις ἠξιώθης νὰ ἴδῃς διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν τὴν ἄρρητον δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατόν σας, θὰ ἔχω ἄδειαν νὰ χορεύω ἐν μέσῳ τῶν Μοναχῶν σας, διότι ἐκεῖνοι θὰ εἶναι ἀμελεῖς καὶ ράθυμοι». Ἀπήντησε τότε ὁ Ὅσιος· «Ψεύδεσαι κατὰ τῆς ἀνοσίας σου κεφαλῆς, Σὺ προγνωστικὸν δὲν ἔχεις. Πῶς λοιπὸν γνωρίζεις τὰ μέλλοντα, τὰ μήπω γενόμενα, τὰ ὁποῖα μόνος ὁ Θεὸς γνωρίζει;». Ἡ δὲ γυνὴ ἐκείνη ἀπεκρίθη· «Ἐκ προγνώσεως μὲν δὲν γνωρίζω τίποτε, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς σκέψεως καὶ τῆς πείρας μου, ἐκ τῶν παρελθόντων εἰκάζω τὰ μέλλοντα. Ἐγνώρισα λοιπόν, ὅτι πᾶσα πρᾶξις ἀγαθὴ ἄρχεται μὲ ζέσιν καὶ προθυμίαν, ὅταν ὅμως παρέλθῃ καιρός, ὁ ζῆλος ἀρχίζει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον νὰ ψυχραίνεται, ἕως ὅτου ἀπὸ τῆς ἀμελείας περιπίπτει εἰς τὴν καταφρόνησιν».