Ἡ τροφή του ἦτο, καθ’ ὅλην του τὴν ζωήν, ἄρτος καὶ ὄξος μὲ ὠμὰ λάχανα. Παρεσκευασμένον δὲ φαγητὸν οὐδέποτε ἔφαγεν, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἠσθένησεν. Εἶχε δὲ καὶ ἕνα μανδύαν, τὸν ὁποῖον ἐφόρει μόνον ὅταν μετελάμβανε τῶν θείων Μυστηρίων. Ἀλλὰ καὶ διὰ πλείστων ἄλλων ἀξιεπαίνων ἀρετῶν ἐκοσμεῖτο οὖτος ὁ μακάριος, τὰς ὁποίας παραλείπομεν, χάριν συντομίας.
Παρέδωσε δὲ εἰς Κύριον τὴν ψυχήν του ὁ μακάριος Ἰωνᾶς καθήμενος ἐπὶ τοῦ σκαμνίου καὶ πλέκων τὸ σχοινίον. Δὲν ἐτελειώθη δὲ ἐξαίφνης, ἀλλ’ ἠσθένησεν ὀλίγον καὶ ἐγνώρισεν ὅτι ἦλθε τὸ τέλος αὐτοῦ. Παρὰ τοῦτο δὲν ἠθέλησε νὰ μεταβῇ εἰς νοσοκομεῖον, διὰ νὰ μὴ ὑπηρετηθῇ ὑπὸ ἄλλου, οὔτε νὰ φάγῃ ἐξ ἐκείνων τῶν τροφῶν τὰς ὁποίας ἔτρωγον οἱ ἀσθενεῖς, οὔτε καὶ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπὶ στρώματος. Οὐδὲ κἂν ἐκεῖ, κάτωθεν τοῦ δίφρου ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐκάθητο, ἐδέχθη νὰ θέσουν μαλακὸν προσκεφάλαιον, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ ἀνάπαυσιν πρόσκαιρον, ἵνα οὕτως ἀπολαύσῃ τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν, τῆς ὁποίας καὶ ἔτυχεν ὁ τρισμακάριος, ἀπολαμβάνων τώρα τὰς πλουσίας ἀμοιβὰς τῶν καμάτων αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ εὐφραινόμενος.
Ὁ θεῖος Παχώμιος ἔκτισέ ποτε, μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἐκκλησίαν εἰς τὸ Μοναστήριον, εἰς τὴν ὁποίαν κατεσκεύασε στύλους διὰ πλίνθων καὶ ηὐτρέπισε ταύτην ὅσον ἠδύνατο. Ἔπειτα, βλέπων ταύτην τόσον ὡραίαν, ηὐχαριστήθη καὶ ἠρέσκετο νὰ λέγῃ ὅτι τὴν κατεσκεύασε τόσον ὡραίαν. Διαλογιζόμενος ὅμως, ὅτι τὸ νὰ θαυμάζῃ καὶ νὰ χαίρῃ διὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ ἔργου του ἦτο ἐνέργεια δαιμονική, ἔδεσε τοὺς στύλους μὲ σχοινία καὶ ἀναπέμψας μυστικῶς προσευχήν, ἐπρόσταξε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἔσυρον ταῦτα ὀλίγον, ἕως, ὅτου οἱ στῦλοι ἐστράβωσαν. Τοῦτο δὲ τελέσας, εἶπε πρὸς τοὺς ἀδελφούς· «Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴ ἀγωνίζεσθε νὰ καλλωπίζετε τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σας, διὰ νὰ μὴ παρασύρεται ὁ νοῦς σας εἰς τὸν ἔπαινον τοῦ ἔργου καὶ καταστῇ οὕτω θήρα τοῦ δαίμονος. Διότι διόλου δὲν πρέπει νὰ προσέχωμεν εἰς τὸ κάλλος τῶν φθαρτῶν τούτων πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ καταφρονοῦμεν ἐνδύματα, τροφὰς καὶ κελλία πολυτελῆ, ὡς καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ βιβλία, ὅταν ἔξωθεν εἶναι ὡραῖα. Ἐπειδὴ τὸ κάλλος τοῦ πιστοῦ εἶναι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ, ὅστις ἦτο τόσον ὡραῖος, δὲν ἐπρόσεχεν είς τὸ κάλλος του, ὡς φθαρτὸν καὶ ἐφήμερον, ἀλλὰ εἶχε τὴν σωφροσύνην ὡς ὡραιότητα, ἐξ οὗ καὶ αἰωνίως ἐβασίλευσεν. Ὁ δὲ Ἀμών, ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ πλῆθος ἄλλων, τερπόμενοι διὰ τὰς σωματικὰς ὡραιότητας καὶ προτιμῶντες καὶ ἐπιθυμοῦντες ταύτας, ἀπωλέσθησαν διὰ κακοῦ θανάτου».