Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Ἡμέραν τινὰ ἦλθον πρὸς τὸν Ὅσιον Μοναχοί τινες αἱρετικοί, οἵτινες ἔφερον τρίχινα ἐνδύματα καὶ εἶπον πρός τινας Μοναχοὺς τοῦ Παχωμίου νὰ εἴπωσιν εἰς τὸν Ὅσιον, ὅτι ἔστειλεν αὐτοὺς ὁ πατὴρ αὐτῶν, ἵνα, ἐὰν ὁ Ὅσιος εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ κόσμος, διέλθωσιν ὁμοῦ τὸν ποταμὸν πεζοποροῦντες, διὰ νὰ φανῇ τίς ἦτο ἐναρετώτερος. Ταῦτα ἀκούσας ό Ὅσιος, ἤλεγξε τοὺς Μοναχοὺς αὐτοῦ εἰπών· «Διατί ἐδώσατε ἀκρόασιν εἰς τοιαύτας φλυαρίας; Δὲν γνωρίζετε, ὅτι τὰ τοιαῦτα προβλήματα εἶναι ἀλλότρια πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὅλως διόλου ξένα τῆς ὀρθῆς Πίστεως; Ποῖος νόμος τοῦ Θεοῦ προστάσσει τοιαῦτα τερατουργήματα;». Οἱ δὲ Μοναχοὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· «Πῶς τολμᾷ λοιπὸν ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος, ὁ αἱρετικός, νὰ κάμνῃ τοιοῦτον θαυμάσιον;». Ἀπήντησε τότε ὁ Ὅσιος· «Κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ συνεργεῖ ὁ διάβολος, διὰ νὰ πλανᾷ τοὺς ἀνοήτους καὶ νὰ πιστεύωσιν εἰς αὐτὸν καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «Πρὸς τοὺς σκολιούς, σκολιὰς ὁδοὺς ἀποστέλλει ὁ Θεὸς» (Παρ. κα’ 8). Ὑπάγετε λοιπὸν καὶ εἴπατε εἰς αὐτούς, ὅτι ὁ πόθος τοῦ Παχωμίου δὲν εἶναι νὰ διέλθῃ τοῦτον τὸν ποταμόν, τὸν ὑδάτινον, ἀλλ’ ἐκεῖνον τὸν πύρινον, ὅστις μέλλει νὰ μὲ σύρῃ μὲ βιαίαν ὁρμὴν ἐνώπιον τοῦ θείου Βήματος, ἵνα κριθῶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐπιεικῶς ὁ πολυαμάρτητος. Διὰ τοῦτο φροντίζω καὶ ἀγωνίζομαι. Αὐτὰς δὲ τὰς σατανικὰς ἐνεργείας, τὰς ὁποίας σεῖς προβάλλετε, ἀποστρέφομια». Ταῦτα δὲ εἰπὼν ὁ Ὅσιος, παρήγγειλεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴ ἐπιθυμήσουν ποτὲ νὰ ἴδουν ὀπτασίαν ἢ ἀποκάλυψιν, οὔτε δαίμονας, οὔτε νὰ ἐνοχλοῦν τὸν Θεὸν διὰ τοιούτων ἀναρμόστων αἰτήσεων, καθὼς λέγει ἡ Γραφή· «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Δευτ. ϛ’ 16).

Ἀδελφός τις ἠρώτησε τὸν μέγαν Παχώμιον· «Διατί, πρὶν μὲν ἔλθῃ νὰ μᾶς ἐνοχλήσῃ ὁ δαίμων, ὅταν ἔχωμεν σῶον καὶ πλῆρες το φρόνημα, φιλοσοφοῦμεν, λόγου χάριν, διὰ τὴν ἐγκράτειαν, ἢ διὰ τὴν σωφροσύνην ἢ διὰ τὰς ἄλλας ἀρετάς, ἔπειτα δέ, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα τοῦ πολέμου, δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κυριεύσωμεν ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἀλλὰ νικώμεθα οἱ ἄθλιοι καὶ δὲν ἐφαρμόζομεν τὰ φιλοσοφούμενα; Μὴ ἐφαρμόζοντες, ἐπὶ παραδείγματι, κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θυμοῦ ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν, ὁμοίως δὲ καὶ διὰ τὰ λοιπὰ πάθη, ἵνα νικήσωμεν αὐτὰ διὰ τῶν ἀντιθέτων ἀρετῶν;». Ἀπεκρίθη ὁ Ὅσιος· «Διότι δὲν ἔχομεν συμβαδίζουσαν πλήρως τὴν πρᾶξιν πρὸς τὴν θεωρίαν, διὰ τῆς ὁποίας, ὡς δι’ ὀξυτέρας δυνάμεως τῆς ψυχῆς, δυνάμεθα, μὲ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν νεῦσιν, νὰ ἀποδιώξωμεν τὴν συσκότισιν τῶν αἰσχρῶν καὶ ἀτόπων λογισμῶν τοῦ ἐνοχλοῦντος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Παχωμίου σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὄντως ἀληθὴς ἡ θρυλουμένη παροιμία». Τοῦτον μετενεγκὼν εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν ἐξέδωκε τύποις ὁ ἱερὸς Ἀγάπιος ὁ Κρής, συμπεριλαβὼν αὐτὸν εἰς τὴν «Καλοκαιρινήν», ἐξ ἧς παραληφθεὶς ὑφ’ ἡμῶν παρατίθεται ἐνταῦθα, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν. Τὴν ᾀσματικὴν τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀκολουθίαν συνεπλήρωσεν ἄριστα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἑτέρα αὐτοῦ πλήρης Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ, εὑρίσκεται ἔτι ἀνέκδοτος εἰς Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

[2] Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ἤτοι τὴν ιϛʹ (16ην) Μαΐου (βλέπε σελ. 426 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).