Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Διὰ δὲ τὸν λογισμὸν τῆς βλασφημίας εἶπεν ὁ Ἅγιος· «Γινώσκετε, ὅτι ὁ ἔχων τοῦτον, καὶ φίλος τοῦ Θεοῦ ἐὰν εἶναι καὶ ἀγωνιστὴς ἐνάρετος, ἂν δὲν προσπέσῃ εἰς τὸν Κύριον μὲ μεγάλην ταπείνωσιν καρδίας καὶ ἐξομολόγησιν ἢ νὰ ζητήσῃ σοφόν τινα καὶ ἐπιστήμονα νὰ ἑρμηνεύσῃ εἰς αὐτὸν πῶς νὰ νικήσῃ τοῦτον ἢ νὰ ἀναγνώσῃ σύγγραμμά τι διδασκάλου τινός, τὸ ὁποῖον νὰ διαλαμβάνῃ, διὰ τὸ ζήτημα τοῦτο, ἀλλὰ ἀφήσῃ τὸν κακὸν αὐτοῦ λογισμὸν νὰ παραμείνῃ ἐπὶ μακρὸν εἰς τὴν καρδίαν του, κινδυνεύει νὰ ἀφανισθῇ διὰ κακοῦ θανάτου. Διότι πολλοὶ ἀπωλέσθησαν ἐκ τῶν λογισμῶν τούτων καὶ ἀφ’ ἑαυτῶν, φεῦ! ὡς ἐκστατικοὶ καὶ φρενόληπτοι ἐφονεύθησαν. Ὅταν λοιπὸν ἐπέλθῃ τοιοῦτος λογισμός, ἡ θεραπεία αὐτοῦ εἶναι αὕτη. Νὰ τὸν ἀποστρέφεσαι τελείως, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἰδικός σου, ἀλλὰ σπέρμα καὶ γέννημα τοῦ πονηροῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον, δαίμονα, ἀνταποκρίνου, τοιαῦτα λέγων· «Αὕτη ἡ βλασφημία εἶναι ἰδική σας, πονηροὶ δαίμονες, καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν κεφαλήν σας ὁ πόνος σας καὶ εἰς τὴν κορυφήν σας ἡ ἀδικία σας. Σεῖς ὄψεσθε καὶ κατακοπεῖτε, διότι βλασφημεῖτε κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἀποστάται καὶ ὑπερήφανοι. Ἐγὼ δὲ εὐλογῶ καὶ λατρεύω τὸν Ποιητὴν καὶ Σωτῆρά μου». Ὅταν τοιαῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια λέγετε καὶ ποιῆτε τὴν σφραγῖδα τοῦ Σταυροῦ εἰς τὸ πρόσωπον, τότε θὰ διασκορπίζονται οἱ δαίμονες καὶ ὡς καπνὸς θὰ διαλύονται καὶ θὰ ἀφανίζονται. Μάθετε δὲ ὅτι ἡ αἰτία, ἡ ὁποία μὲ ἔφερεν ἐδῶ, εὑρέθη εἰς τὸν ὀστράκινον κάδον (πήλινον δοχεῖον)».

Ταῦτα εἶπεν αἰνιγματικῶς ὁ Ὅσιος, γνωρίζων ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σφάλμα τι, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπέπεσεν ἀδελφός τις, Ἠλίας ὀνόματι, ἁπλούστατος εἰς τὴν καρδίαν καὶ ἀπονήρευτος. Οὗτος συνέλεξεν ὀλίγα σῦκα, τὰ ὁποῖα εἶχε κρύψει εἰς ἕνα κάδον πήλινον, διὰ νὰ τὰ φάγῃ μόνος. Ἀκούσας ὅμως ὅτι ἐγνώριζε τοῦτο ὁ Ὅσιος, μετέβη εὐθὺς καὶ ἔφερεν ἐκεῖ παρουσίᾳ πάντων τὸν κάδον μὲ τὰ σῦκα καὶ ἐποίησε μετάνοιαν ζητῶν συγχώρησιν. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ ἐθαύμασαν τὸ προορατικὸν τοῦ Ὁσίου. Διότι ὄχι μόνον τότε, ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε ἐφανέρωσεν εἰς αὐτοὺς πολλὰ κεκρυμμένα. Εἶπε τότε ὁ Ὅσιος πρὸς αὐτούς· «Τὰ μακρὰν ἢ ἐν κρυπτῷ γενόμενα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μάθωμεν, ὅταν ἡμεῖς θέλωμεν, ἀλλ’ ὅταν θελήσῃ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκαλύψῃ ταῦτα εἰς ἡμᾶς πρὸς τὸ συμφέρον μας. Σᾶς λέγω δέ, διὰ τὸ μικρὸν τοῦτο σφάλμα, μετὰ φόβου Θεοῦ, τὴν ἀλήθειαν, ὅτι οὔτε τὸν εἶδον, οὔτε παρὰ ἄλλου τινὸς ἐπληροφορήθην τοῦτο. Ἀλλὰ διὰ νὰ λυτρωθῇ ὁ ἀδελφὸς ἀπὸ τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας μοὶ ἀπεκάλυψε αὐτὸ ὁ Κύριος».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Παχωμίου σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὄντως ἀληθὴς ἡ θρυλουμένη παροιμία». Τοῦτον μετενεγκὼν εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν ἐξέδωκε τύποις ὁ ἱερὸς Ἀγάπιος ὁ Κρής, συμπεριλαβὼν αὐτὸν εἰς τὴν «Καλοκαιρινήν», ἐξ ἧς παραληφθεὶς ὑφ’ ἡμῶν παρατίθεται ἐνταῦθα, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν. Τὴν ᾀσματικὴν τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀκολουθίαν συνεπλήρωσεν ἄριστα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἑτέρα αὐτοῦ πλήρης Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάσαφ, εὑρίσκεται ἔτι ἀνέκδοτος εἰς Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

[2] Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ἤτοι τὴν ιϛʹ (16ην) Μαΐου (βλέπε σελ. 426 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).