Ἂς ἔλθωμεν ὅμως εἰς τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου, διότι, ἄν θελήσω νὰ ἐξιστορήσω ἅπαντα τὰ θεῖα αὐτοῦ κατορθώμιατα, χίλια φύλλα χάρτου δὲν θέλουσιν ἐπαρκέσει. Ἑώρταζον ποτὲ τὸ Ἅγιον Πάσχα, ὅτε ἦλθεν, ἀπὸ Θεοῦ, λοιμική τις νόσος, ἐκ τῆς ὁποίας ἠσθένησαν ἑκατὸν καὶ περισσότεροι Μοναχοί, εἷς δὲ ἐκ τούτων ἦτο καὶ ὁ μέγας κατὰ τὴν ἀρετὴν Παχώμιος. Ὅτε λοιπὸν ἤρχετο ὁ πυρετὸς εἴς τινα, εὐθὺς ἤλλασσε τὸ χρῶμά του καὶ ἐγίνοντο οἱ ὀφθαλμοί του ὡς αἷμα καὶ οὕτως ἐξεψύχει πνιγόμενος. Ἐτελεύτησαν λοιπὸν πολλοί, ὄχι μόνον ἐκ τῶν μικρῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν Προεστώτων τῶν Μοναστηρίων. Ὁ δὲ Θεόδωρος ὑπηρέτει τὸν Παχώμιον, τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα ἐλεπτύνθη πολύ, διότι ἔμεινεν ἐπὶ πολὺ ἀσθενής. Κατὰ τὸ διάστημα δὲ τοῦτο τῆς ἀσθενείας του, ἡ καρδία του καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἔκαιον, ὡς ἐκ πυρὸς φλογιζόμενοι. Ὅθεν, δύο ἡμέρας πρὸ τοῦ θανάτου του, ἐσύναξε τοὺς ἄλλους Πατέρας καὶ Ἡγουμένους τῶν Μοναστηρίων καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Βλέπετε, ὅτι ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μὲ ἀναπαύσῃ καὶ ἐκλέξατε, ὅν τινα κρίνετε, ὅτι δύναται νὰ σᾶς κυβερνήσῃ». Ἐκεῖνοι δέ, ἐκ τῶν δακρύων, δὲν ἠδύναντο νὰ δώσουν ἀπόκρισιν.
Τότε εἶπε πάλιν ὁ Ἅγιος· «Ὁ Πετρώνιος μοὶ φαίνεται ἱκανός, ἀλλὰ εἶναι καὶ οὗτος ἀσθενής. Πράξατε λοιπὸν ὡς ἐπιθυμεῖτε». Τότε οἱ Πατέρες, εὐχηθέντες αὐτὸν καὶ λαβόντες ὑπ’ αὐτοῦ συγχώρησιν, ἀνεχώρησαν εἰς τὰ κελλία των. Ὁ δὲ Ἅγιος δὲν ἠδύνατο νὰ κοίτεται εἰς τὴν ψάθαν, διότι εὑρίσκετο οὕτω κεκλιμένος ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ ἐπόνεσαν ὅλα αὐτοῦ τὰ ὀστᾶ. Ἔφεραν λοιπὸν στρῶμα μαλακόν, τὸ ὁποῖον εἶχον διὰ τοὺς ξένους. Ἀλλ’ ὅταν ἀνεπαύθη ἐπ’ αὐτοῦ ὀλίγην ὥραν καὶ εἶδε τὴν διαφοράν, ἐφοβήθη μήπως ἁμαρτήσῃ ἰδιορρυθμῶν εἰς τὰ τέλη του καὶ ἐπρόσταξε πάλιν καὶ τὸ ἀπέσυραν. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ τελευταία του ὥρα, εἶπε πρὸς τὸν Θεόδωρον· «Ἐὰν δὲν κρύψουν τὰ ὀστᾶ μου, ἐξάγαγε ταῦτα ἐκεῖθεν». Ἐννόησε δὲ ὁ Θεόδωρος, ὅτι παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ μεταθέσουν τὸ Λείψανόν του εἰς ἄλλον τόπον ἀπόκρυφον καὶ ἠρώτησε τοῦτον ἐκ δευτέρου, ἐὰν ἀντελήφθη καλῶς. Τότε ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Ὄχι μόνον αὐτὸ σοὶ εἶπον, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ ἀμελῇς τοὺς ἀμελεῖς καὶ ραθυμοῦντας ἀδελφοὺς καὶ νὰ παροτρύνῃς τούτους εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ φυλάττουν ὅλας τὰς ἐντολάς Του. Ταῦτα παρήγγειλεν ὁ Ὅσιος τρίς. Οὕτω τῇ ιε’ (15ῃ) τοῦ Μαΐου μηνὸς τοῦ ἔτους τμϛ’ (346), ἀπῆλθε πρὸς Ὃν ἐπόθησε Κύριον.