Ὅτε δὲ ἐνουθέτουν αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ νὰ μὴ κλαίῃ, ὅταν βλέπῃ ξένον πρόσωπον, ἀπεκρίνετο λέγων· «Πιστεύσατέ με, ὅτι πολλάκις ἠθέλησα νὰ παύσω τὰ δάκρυα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην». Οἱ δὲ ἀδελφοὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· «Ἀδελφέ, ὅταν εἶσαι μόνος εἰς τὸν Ναὸν ἢ εἰς τὸ κελλίον σου ἢ εἰς ἄλλον τόπον, κλαῖε ὅσον δύνασαι· ἀλλὰ ὅταν εὑρίσκεσαι μετ’ ἄλλων ἀνθρώπων, κράτει τὰ δάκρυα, διὰ νὰ μὴ κριθῇς ὡς ὑποκριτὴς καὶ κενόδοξος. Διότι δύναται ἡ ψυχὴ νὰ κλαίῃ χωρὶς τὰ ἐξωτερικὰ δάκρυα. Πλήν, εἰπέ μας, ὅσην ὥραν κλαίεις, τί συλλογίζεσαι;».
Ἔλεγε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ μακάριος Σιλβανός· «Βλέπω ὅτι σεῖς οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ὑπηρετεῖτε ἐμὲ τον πόρνον καὶ φλύαρον, ὅστις δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ νίψω τοὺς πόδας σας καὶ φοβοῦμαι μήπως σχισθῇ ἡ γῆ καὶ μὲ καταπίῃ ὡς τὸν Δαθὰν καὶ Ἀβειρών. Διότι ἕως προχθὲς σᾶς παρώργιζον καὶ ἐκινδύνευον νὰ μὲ διώξετε, ὡς ἀποστάτην τοῦ ἁγίου Σχήματος. Δὲν ἠμπορῶ δὲ νὰ κρατήσω τὰ δάκρυα συλλογιζόμενος τὸ πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως, εἰς τὸ ὁποῖον μέλλω νὰ κατακριθῶ ὁ ἀναίσχυντος, ἐὰν δὲν πράξω ἀρκετὴν καὶ ἀνάλογον μετάνοιαν, κατὰ τὰς ἀνομίας, τὰς ὁποίας ἐτέλεσα». Ταῦτα ἀκούων ἐχαίρετο ὁ μέγας Παχώμιος καὶ ἐβεβαίωνεν ὅλην τὴν ἀδελφότητα, λέγων· «Γνωρίζετε, ὅτι εἷς μόνον εὑρίσκεται μεταξὺ ὅλων ἡμῶν, ὅστις φυλάττει ἀκριβῶς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν, καθὼς πρέπει, ὁ τρισμακάριος. Διότι, καθὼς ὅταν βαφῇ τὸ λευκὸν μαλλίον εἰς πολύτιμον πορφύραν, ἡ βαφή του πλέον δὲν ἐξαλείφεται, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ τούτου τοῦ τρισμάκαρος ἀδελφοῦ μας ἐβάφη διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ Χάρις Αὐτοῦ δὲν ἀφανίζεται πλέον. Οἱ δὲ ἀκούοντες, ἄλλοι μὲν ἐνόμιζον, ὅτι ἔλεγε διὰ τὸν Θεόδωρον, ἄλλοι διὰ τὸν Πετρώνιον καὶ ἕτεροι διὰ τὸν Ὠρσίσιον.
Ἐρωτήσαντες ὅθεν τὸν Ὅσιον ὅ τε Θεόδωρος καὶ πάντες οἱ πρόκριτοι, νὰ φανερώσῃ εἰς αὐτοὺς τὸν ἐπαινούμενον, ἀπεκρίθη· «Ἐπειδὴ γνωρίζω, ὅτι πράγματι δὲν μέλλει νὰ κενοδοξήσῃ ὁ τόσον ἄξιος κατὰ τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ μᾶλλον, ὡς ταπεινόφρων, θὰ μέμφεται καὶ θὰ περιφρονῇ ἔτι περισσότερον αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς εἴπω, διὰ τοῦτο θέλω νὰ τὸν γνωρίζετε, διὰ νὰ μιμηθῆτε καὶ σεῖς τοὺς τρόπους του. Διότι, σὺ Θεόδωρε καὶ οἱ ἄλλοι, οἵτινες ἀγωνίζεσθε ἐπὶ τόσον καιρὸν εἰς τὸ Μοναστήριον, κατὰ μὲν τοὺς χρόνους καὶ τὴν ἄσκησιν εἶσθε πατέρες του καὶ πρεσβύτεροι, κατὰ δὲ τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως καὶ τὸ καθαρὸν τῆς συνειδήσεως εἶναι οὗτος μέγας καὶ σᾶς ὑπερβάλλει. Διότι σεῖς μὲν ἐδέσατε ὡς στρουθίον τὸν διάβολον καὶ καθ’ ἑκάστην καταπατεῖτε αὐτὸν ὡς χοῦν ὑπὸ τοὺς πόδας σας. Ἀλλ’ ἐὰν ἀμελήσετε ὀλίγον, θαρροῦντες ὅτι ἐνικήσατε αὐτὸν τελείως, φεύγει απὸ τοὺς πόδας σας καὶ σᾶς πολεμεῖ πάλιν».