Διότι πολλάκις ὁ κακός, εὐεργετούμενος, γίνεται καλὸς καὶ οὕτω λαμβάνομεν μισθόν, ἐπειδὴ ἐσώσαμεν τὸν ἀδελφόν μας. Οὕτω δὲ συνέβησαν τὰ πράγματα, κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ὁσίου. Διότι, ὡς ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος ἔλαβε τὸ διακόνημα, κατενύχθη καὶ ἔδραμε μετὰ δακρύων εἰς τὸν Ὅσιον. Πεσὼν δὲ πρὸ τῶν ποδῶν αὐτοῦ τὸν ηὐγνωμόνει, λέγων· «Εὐχαριστῶ σοι, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ τὴν πολλήν σου μακροθυμίαν καὶ χρηστότητα ἐνίκησας τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν θρασύτητά μου καὶ ἂν ἤθελες μὲ τιμωρήσει, καθὼς μοῦ ἤξιζε, θὰ ἐκολαζόμην, ὁ ἄθλιος».
Ἡμέραν τινὰ μετέβησαν οἱ ἀδελφοὶ εἰς τὴν νῆσον νὰ κόψουν χόρτον διὰ τὰ ψαθία, συνώδευε δὲ τούτους καὶ ὁ Ὅσιος. Ἐνῷ δὲ διήρχοντο διὰ τῆς λέμβου, εἶδεν οὗτος ἔκστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν τινὲς ἐκ τῶν Μοναχῶν ἦσαν ὑπὸ πυρὸς κυκλωμένοι, ἄλλοι περιπάτουν εἰς τὰς ἀκάνθας χωρὶς ὑποδήματα καὶ ἐκάθηντο εἰς τοὺς πόδας των, ἄλλοι ἵσταντο πρὸ κρημνοῦ, τὸν ὁποῖον δὲν ἠδύναντο νὰ διέλθουν, διότι κάτωθεν αὐτῶν ἦτο ποταμὸς καὶ κροκόδειλοι ἕτοιμοι νὰ τοὺς καταπίουν. Ταῦτα ἰδὼν ὁ Ὅσιος ἐφανέρωσε τὸ ὅραμα εἰς ὅλους. Ὅταν δὲ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἠρώτων αὐτὸν νὰ ἐξηγήσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν ὀπτασίαν. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη· «Μετὰ τὴν τελευτήν μου, νομίζω, ὅτι ἔχουν νὰ συμβοῦν ταῦτα εἰς σᾶς, ἐπειδὴ δὲν θὰ εὕρετε ἱκανόν τινα νὰ σᾶς ποιμαίνῃ μὲ ἐπιμέλειαν καὶ αὐταπάρνησιν καὶ νὰ σᾶς παρηγορῇ εἰς τὰς θλίψεις σας».
Μεθ’ ἡμέρας τινὰς ἐπρόσταξεν ὁ Ὅσιος τὸν Θεόδωρον νὰ διδάξῃ τὴν ἀδελφοτητα, διότι ἂν καὶ κατὰ τοὺς χρόνους ἦτο νεώτερος, κατὰ τὴν φρόνησιν ὅμως ἦτο συνετώτερος τῶν γερόντων. Τινὲς δὲ τῶν γερόντων, ἀναχωρήσαντες ἐκ τῆς συνάξεως, μετέβησαν εἰς τὰ κελλία των. Τούτους ἠρώτησε κατόπιν ὁ Ὅσιος διατί ἐγκατέλειψαν τὴν διδαχὴν καὶ ἀνεχώρησαν ἀσυγχωρήτως. Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Διατί ἀνέθεσες εἰς ἓν παιδίον νὰ διδάσκῃ τοὺς γέροντας;». Ὁ δὲ Ὅσιος ἐστέναξεν, εἰπών· «Οὐαὶ εἰς σᾶς, ταλαίπωροι, διότι διὰ μίαν ὥραν ἐζημιώθητε ὅλους τοὺς κόπους σας, ἕνεκα τῆς πολλῆς σας ὑπερηφανείας καὶ ἐπάρσεως, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ὁ Ἑωσφόρος ἐξέπεσε. Δὲν ἠκούσατε τὴν Γραφήν, ἥτις λέγει· «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παρ. ιϛ’ 5) καὶ ἀλλαχοῦ «Τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ιϛ’ 15) καὶ «Ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται» (Ματθ. κγ’ 12); Δὲν ἐγκατελείψατε τὸν Θεόδωρον, ἀλλ’ ἀπεμακρύνθητε ἀπὸ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐστερήθητε τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.