Τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐπιστήθιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἦλθε πρὸς αὐτὸν μὲ τὴν μορφὴν τοῦ Ἡγουμένου καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ὅσιον· «Τέκνον, Λεόντιε, πήγαινε νὰ λειτουργήσῃς ἐνωρίτερον ἀπὸ τὴν συνειθισμένην ὥραν, διότι θέλω νὰ μεταβῶ εἰς τὴν Ἔφεσον».
Ὁ δὲ Ὅσιος, μὴ δυνάμενος νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ Ἡγουμένου, διελογίζετο, πῶς δὲν προεῖπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἡγούμενος, ὅτι θέλει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ διατὶ δὲν ἠθέλησε νὰ καλέσῃ αὐτὸν ὡς συνοδοιπόρον. Μ’ ὅλα ταῦτα, ποιήσας τὴν συνειθισμένην διὰ γονυκλισίας μετάνοιαν πρὸς τὸν πραγματικὸν Ἡγούμενον, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν διὰ νὰ ἀρχίσῃ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Ὁ δὲ Ἡγούμενος ἀπορῶν, εἶπε· «Τί ἔπαθες, ἀδελφέ, καὶ θέλεις νὰ λειτουργήσῃς τώρα;». Ὁ Λεόντιος ἀπεκρίθη· «Δὲν μὲ ἐπρόσταξες σύ, Πάτερ, νὰ τελέσω ἐνωρίτερον τὴν θείαν Λειτουργίαν, διότι θέλεις νὰ μεταβῇς εἰς τὴν Ἔφεσον;». Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ἡγούμενος, ἠννόησεν ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἦτο ἐκεῖνος, ὅστις έπρόσταξε τὸν Ὅσιον. Ὅθεν εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πήγαινε, τέκνον, καὶ πρᾶξον ὅπερ προσετάχθης. Διότι ὁ ἠγαπημένος Ἰωάννης θέλει καὶ μεθ’ ἡμῶν νὰ συνεορτάσῃ ἀοράτως καὶ νὰ προλάβῃ καὶ τοὺς Ἐφεσίους». Τοιουτοτρόπως κατηξιώθη ὁ Ὅσιος νὰ ἰδῇ τὴν θεωρίαν τοῦ Θεολόγου καὶ νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνήν του.
Ἦτο δὲ διωρισμένον ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ λαμβάνῃ τὸ Μοναστήριον τοῦ Θεολόγου κάθε χρόνον βασιλικὸν σιτηρέσιον ἀπὸ τὰς βασιλικὰς προσφοράς, τὰς ὁποίας ἔδιδεν ἡ νῆσος Κρήτη. Ὅταν λοιπὸν εἶχε τὴν διαχείρισιν τῶν προσφορῶν τῆς Κρήτης ὁ Ἰωάννης, ὁ ἐπονομαζόμενος Στραβορωμανός, μετέβη ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Κρήτην, δεύτερος ὢν τότε Προεστὼς τοῦ Μοναστηρίου, ἔχων μετ’ αὐτοῦ καὶ ἄλλους ἀδελφούς, διὰ νὰ παραλάβῃ τὸ σιτηρέσιον τοῦ Μοναστηρίου καὶ νὰ ἐξοικονομήσῃ καὶ ἄλλα πράγματα διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς ἀδελφότητος. Ἐνῷ δὲ εὑρίσκετο ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, Κωνσταντῖνος τις Σκανθῆς ἐπονομαζόμενος, ὅστις, ὑποκρινόμενος ὅτι εἶναι τρελλός, ἐμαρτυρεῖτο ὅτι προέβλεπε καὶ προέλεγε τὰ μέλλοντα, ἰάτρευε δὲ καὶ πάθη ψυχικὰ καὶ σωματικά, ἑσπέραν τινὰ ἐφώναζε μετὰ φωνῆς μεγάλης πολλάκις τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Πολλοὶ τότε, στοχαζόμενοι ὅτι μὲ τὴν ἀσυνείθιστον βοήν του φανερώνει, ὅτι μέλλει νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κρήτην μέγα κακόν, ἔτρεξαν διὰ νὰ μάθουν καὶ ἠρώτων αὐτὸν διατὶ φωνάζει καὶ τὶ ἔπαθεν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἀπεκρίνετο, μόνον ἐφώναζε «Κύριε, ἐλέησον!».