Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐπιστήθιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἦλθε πρὸς αὐτὸν μὲ τὴν μορφὴν τοῦ Ἡγουμένου καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ὅσιον· «Τέκνον, Λεόντιε, πήγαινε νὰ λειτουργήσῃς ἐνωρίτερον ἀπὸ τὴν συνειθισμένην ὥραν, διότι θέλω νὰ μεταβῶ εἰς τὴν Ἔφεσον».

Ὁ δὲ Ὅσιος, μὴ δυνάμενος νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ Ἡγουμένου, διελογίζετο, πῶς δὲν προεῖπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἡγούμενος, ὅτι θέλει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ διατὶ δὲν ἠθέλησε νὰ καλέσῃ αὐτὸν ὡς συνοδοιπόρον. Μ’ ὅλα ταῦτα, ποιήσας τὴν συνειθισμένην διὰ γονυκλισίας μετάνοιαν πρὸς τὸν πραγματικὸν Ἡγούμενον, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν διὰ νὰ ἀρχίσῃ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Ὁ δὲ Ἡγούμενος ἀπορῶν, εἶπε· «Τί ἔπαθες, ἀδελφέ, καὶ θέλεις νὰ λειτουργήσῃς τώρα;». Ὁ Λεόντιος ἀπεκρίθη· «Δὲν μὲ ἐπρόσταξες σύ, Πάτερ, νὰ τελέσω ἐνωρίτερον τὴν θείαν Λειτουργίαν, διότι θέλεις νὰ μεταβῇς εἰς τὴν Ἔφεσον;». Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ἡγούμενος, ἠννόησεν ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἦτο ἐκεῖνος, ὅστις έπρόσταξε τὸν Ὅσιον. Ὅθεν εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πήγαινε, τέκνον, καὶ πρᾶξον ὅπερ προσετάχθης. Διότι ὁ ἠγαπημένος Ἰωάννης θέλει καὶ μεθ’ ἡμῶν νὰ συνεορτάσῃ ἀοράτως καὶ νὰ προλάβῃ καὶ τοὺς Ἐφεσίους». Τοιουτοτρόπως κατηξιώθη ὁ Ὅσιος νὰ ἰδῇ τὴν θεωρίαν τοῦ Θεολόγου καὶ νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνήν του.

Ἦτο δὲ διωρισμένον ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ λαμβάνῃ τὸ Μοναστήριον τοῦ Θεολόγου κάθε χρόνον βασιλικὸν σιτηρέσιον ἀπὸ τὰς βασιλικὰς προσφοράς, τὰς ὁποίας ἔδιδεν ἡ νῆσος Κρήτη. Ὅταν λοιπὸν εἶχε τὴν διαχείρισιν τῶν προσφορῶν τῆς Κρήτης ὁ Ἰωάννης, ὁ ἐπονομαζόμενος Στραβορωμανός, μετέβη ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Κρήτην, δεύτερος ὢν τότε Προεστὼς τοῦ Μοναστηρίου, ἔχων μετ’ αὐτοῦ καὶ ἄλλους ἀδελφούς, διὰ νὰ παραλάβῃ τὸ σιτηρέσιον τοῦ Μοναστηρίου καὶ νὰ ἐξοικονομήσῃ καὶ ἄλλα πράγματα διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς ἀδελφότητος. Ἐνῷ δὲ εὑρίσκετο ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, Κωνσταντῖνος τις Σκανθῆς ἐπονομαζόμενος, ὅστις, ὑποκρινόμενος ὅτι εἶναι τρελλός, ἐμαρτυρεῖτο ὅτι προέβλεπε καὶ προέλεγε τὰ μέλλοντα, ἰάτρευε δὲ καὶ πάθη ψυχικὰ καὶ σωματικά, ἑσπέραν τινὰ ἐφώναζε μετὰ φωνῆς μεγάλης πολλάκις τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Πολλοὶ τότε, στοχαζόμενοι ὅτι μὲ τὴν ἀσυνείθιστον βοήν του φανερώνει, ὅτι μέλλει νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κρήτην μέγα κακόν, ἔτρεξαν διὰ νὰ μάθουν καὶ ἠρώτων αὐτὸν διατὶ φωνάζει καὶ τὶ ἔπαθεν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἀπεκρίνετο, μόνον ἐφώναζε «Κύριε, ἐλέησον!».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.