Ἐλθὼν λοιπὸν εἰς τὴν Πάτμον ὁ Ὅσιος καὶ εὑρὼν οὕτω τὰ πράγματα τοῦ Μοναστηρίου, δεν ἤξευρε τὶ νὰ πράξῃ. Διότι, βλέπων ὅτι τὰ πράγματα τῆς Μονῆς ἐκινδύνευον καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἀπομένοντας ὀρφανούς, ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, παρεκινεῖτο νὰ μείνῃ ἐκεῖ. Ἀλλὰ πάλιν, σκεπτόμενος τὴν ὑπόσχεσιν τὴν ὁποίαν ἔδωσε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ὁμολογίαν τὴν ὁποίαν ἔδωσεν εἰς τὸν Ὅσιον Δανιήλ, νὰ γίνῃ διάδοχος τῆς ἀρετῆς ἐκείνου, παρεκινεῖτο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν μάνδραν τοῦ Στυλίτου. Ὅμως ἐνίκησαν τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἔγγραφος ψῆφος τοῦ Ἡγουμένου ἤ, καλλίτερον νὰ εἴπω, ἡ ἄγραφος ψῆφος τοῦ Θεοῦ καὶ οὕτως ἐδέχθη τὴν προστασίαν τῶν ἀδελφῶν χωρὶς νὰ θέλῃ. Ἔκτοτε προσέθεσε πόνους ἐπὶ τῶν πόνων καὶ ἀγρυπνίας ἐπὶ τῶν ἀγρυπνιῶν, λέγων ὁ ἀοίδιμος· «Ἂν ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ ἐπιμέλεια τὴν ὁποίαν κάμνουν οἱ Προεστῶτες διὰ τοὺς ὑποτασσομένους εἰς αὐτούς, κάμνει τούτους νὰ πείθωνται καὶ νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς Προεστῶτας, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἐγὼ βεβαίως, ἐὰν ἀγρυπνῶ, ὄχι μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ὑποτασσομένους εἰς ἐμέ, θέλω καταπείσει τούτους νὰ ὑπακούουν εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοὺς προστάσσω. Διὰ τοῦτο ὅσοι δὲν ὑπήκουον εἰς αὐτὸν ἐλάμβανον τὴν πρέπουσαν παιδείαν, ὄχι παρ’ ἀνθρώπων, ἀλλὰ παρὰ τῶν ἀγρίων δαιμόνων, καθὼς θέλει φανερώσει ὁ λόγος ἐν συνεχείᾳ.
Νῆσος μικρὰ εἶναι ἀντικρὺ τῆς Πάτμου ἀκατοίκητος, Λειψῲ καλουμένη, ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ Μοναχοί, ἔχοντες ζῷα, μετέβαινον τὸ θέρος καὶ ἔσφαζον ὅσα ἐπερίσσευαν, ἐξήραιναν τὰ δέρματα εἰς τὸν ἥλιον καί, πωλοῦντες αὐτά, ἐξοικονόμουν τὰ ἔξοδα τῆς Μονῆς. Εἰς δὲ τὴν διακονίαν ταύτην ἀπεστάλη Μοναχός τις, ὀνόματι Πρόχορος, ὅστις σκληρὸς ὢν καὶ ἀδιάντροπος, υἱὸς παρακοῆς καὶ ἄτακτος, ἠνώχλει φορτικῶς τὸν Ὅσιον, παρουσίᾳ τῆς ἀδελφότητος, διὰ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν καινουργῆ ὑποδήματα. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐρωτήσας τὸν ὑποδηματοποιὸν τοῦ Μοναστηρίου ἐὰν εἶχε νὰ τοῦ δώσῃ καινουργῆ ὑποδήματα καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι δὲν εἶχεν ἕτοιμα, εἶπεν εἰς τὸν Πρόχορον, μὲ πραεῖαν φωνήν, ὅτι, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὴν Λειψώ, θέλει δώσει εἰς αὐτὸν καινουργῆ ὑποδήματα. Ἀλλ’ οὗτος ὁ αὐθάδης, χωρὶς νὰ ἐντραπῇ τὸν Ὅσιον, διεμαρτύρετο περισσότερον καὶ ἐφώναζε. Τότε ὁ Ὅσιος εἶπεν εἰς αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ μὲ εἰρήνην εἰς τὴν διακονίαν του, διὰ νὰ μὴ τοῦ συμβῇ τίποτε ἀνεπιθύμητον. Ἀλλ’ ὁ Πρόχορος δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ εἰρηνικῶς.