Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἐλθὼν λοιπὸν εἰς τὴν Πάτμον ὁ Ὅσιος καὶ εὑρὼν οὕτω τὰ πράγματα τοῦ Μοναστηρίου, δεν ἤξευρε τὶ νὰ πράξῃ. Διότι, βλέπων ὅτι τὰ πράγματα τῆς Μονῆς ἐκινδύνευον καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἀπομένοντας ὀρφανούς, ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, παρεκινεῖτο νὰ μείνῃ ἐκεῖ. Ἀλλὰ πάλιν, σκεπτόμενος τὴν ὑπόσχεσιν τὴν ὁποίαν ἔδωσε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ὁμολογίαν τὴν ὁποίαν ἔδωσεν εἰς τὸν Ὅσιον Δανιήλ, νὰ γίνῃ διάδοχος τῆς ἀρετῆς ἐκείνου, παρεκινεῖτο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν μάνδραν τοῦ Στυλίτου. Ὅμως ἐνίκησαν τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἔγγραφος ψῆφος τοῦ Ἡγουμένου ἤ, καλλίτερον νὰ εἴπω, ἡ ἄγραφος ψῆφος τοῦ Θεοῦ καὶ οὕτως ἐδέχθη τὴν προστασίαν τῶν ἀδελφῶν χωρὶς νὰ θέλῃ. Ἔκτοτε προσέθεσε πόνους ἐπὶ τῶν πόνων καὶ ἀγρυπνίας ἐπὶ τῶν ἀγρυπνιῶν, λέγων ὁ ἀοίδιμος· «Ἂν ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ ἐπιμέλεια τὴν ὁποίαν κάμνουν οἱ Προεστῶτες διὰ τοὺς ὑποτασσομένους εἰς αὐτούς, κάμνει τούτους νὰ πείθωνται καὶ νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς Προεστῶτας, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἐγὼ βεβαίως, ἐὰν ἀγρυπνῶ, ὄχι μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ὑποτασσομένους εἰς ἐμέ, θέλω καταπείσει τούτους νὰ ὑπακούουν εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοὺς προστάσσω. Διὰ τοῦτο ὅσοι δὲν ὑπήκουον εἰς αὐτὸν ἐλάμβανον τὴν πρέπουσαν παιδείαν, ὄχι παρ’ ἀνθρώπων, ἀλλὰ παρὰ τῶν ἀγρίων δαιμόνων, καθὼς θέλει φανερώσει ὁ λόγος ἐν συνεχείᾳ.

Νῆσος μικρὰ εἶναι ἀντικρὺ τῆς Πάτμου ἀκατοίκητος, Λειψῲ καλουμένη, ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ Μοναχοί, ἔχοντες ζῷα, μετέβαινον τὸ θέρος καὶ ἔσφαζον ὅσα ἐπερίσσευαν, ἐξήραιναν τὰ δέρματα εἰς τὸν ἥλιον καί, πωλοῦντες αὐτά, ἐξοικονόμουν τὰ ἔξοδα τῆς Μονῆς. Εἰς δὲ τὴν διακονίαν ταύτην ἀπεστάλη Μοναχός τις, ὀνόματι Πρόχορος, ὅστις σκληρὸς ὢν καὶ ἀδιάντροπος, υἱὸς παρακοῆς καὶ ἄτακτος, ἠνώχλει φορτικῶς τὸν Ὅσιον, παρουσίᾳ τῆς ἀδελφότητος, διὰ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν καινουργῆ ὑποδήματα. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐρωτήσας τὸν ὑποδηματοποιὸν τοῦ Μοναστηρίου ἐὰν εἶχε νὰ τοῦ δώσῃ καινουργῆ ὑποδήματα καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι δὲν εἶχεν ἕτοιμα, εἶπεν εἰς τὸν Πρόχορον, μὲ πραεῖαν φωνήν, ὅτι, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὴν Λειψώ, θέλει δώσει εἰς αὐτὸν καινουργῆ ὑποδήματα. Ἀλλ’ οὗτος ὁ αὐθάδης, χωρὶς νὰ ἐντραπῇ τὸν Ὅσιον, διεμαρτύρετο περισσότερον καὶ ἐφώναζε. Τότε ὁ Ὅσιος εἶπεν εἰς αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ μὲ εἰρήνην εἰς τὴν διακονίαν του, διὰ νὰ μὴ τοῦ συμβῇ τίποτε ἀνεπιθύμητον. Ἀλλ’ ὁ Πρόχορος δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ εἰρηνικῶς.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.