Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἐσυλλογίσθη τότε ὁ Ὅσιος, ὅτι ὁ Πρόχορος εἶναι ἄξιος νὰ τιμωρηθῇ ὡς πρόβατον ἀπειθὲς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε καὶ ἂς γίνῃ ἡ ὁδός σου σκότος καὶ ὀλίσθημα καὶ Ἄγγελος Κυρίου ἂς σὲ καταδιώξῃ». Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος ταῦτα μόνον εἶπεν, ὁ δὲ Θεὸς ἐσφράγισε τοὺς λόγους αὑτοὺς διὰ τῶν γεγονότων. Διότι, ἀφοῦ εἰσῆλθεν ὁ ἀπειθὴς Πρόχορος ἐντὸς τοῦ πλοιαρίου διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Λειψώ, κατὰ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας ἤρχοντο, ἀοράτως, διὰ τοῦ ἀέρος, λίθοι πυκνοὶ ὡς ἡ χάλαζα καὶ ἔπιπτον ἐπὶ τοῦ πλοιαρίου. Τὸ δὲ θαυμαστότερον, ὅτι οἱ λίθοι ἐκτύπων μόνον αὐτὸν καὶ ὄχι ἄλλον κανένα ἀπὸ τοὺς συμπλέοντας, καὶ οὕτω μόνον αὐτὸν ἐπλήγωνον. Ἠκούοντο δὲ συγχρόνως καὶ φωναί, λέγουσαι· «Τὸ πεῖσμα! τὸ πεῖσμα!».

Ἐκ τῶν παραδόξων τούτων ἐπείσθη ὁ δείλαιος, ὅτι δαιμονικαὶ δυνάμεις ἐστάλησαν ἵνα τὸν τιμωρήσουν, διὰ νὰ μάθῃ τὶ κακὸν εἶναι ἡ ἀπείθεια καὶ τὸ νὰ καταφρονῇ τις τοὺς πνευματικούς του Πατέρας. Ἐξελθὼν δὲ ἐκ τοῦ πλοιαρίου περίλυπος, ἠλευθερώθη ὀλίγον ἀπὸ τοὺς λίθους διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ συλλογισθῇ ἐκ ποίας αἰτίας συνέβη εἰς αὐτὸν τὸ τοιοῦτον κακόν. Διότι ἐὰν οἱ λίθοι ἐξηκολούθουν νὰ πίπτουν ἢ ἤθελεν ἀποκάμει τελείως ἢ ἤθελε χάσει τὰς φρένας του. Ὡς δὲ ἡτοίμαζε διὰ νὰ γευματίσῃ, ἤρχισαν πάλιν νὰ ἐκσφενδονίζωνται οἱ λίθοι κατ’ ἐπάνω του, τὸ πινάκιόν τοι κατεθρυμματίσθη καὶ τὸ φαγητόν του ἐχύθη, τὸ δὲ δοχεῖον ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἶχον τὸν δι’ αὐτὸν προοριζόμενον οἶνον συνετρίβη καὶ οἱ δαίμονες, οἵτινες τὸν ἐλιθοβόλουν, ἐκάλουν αὐτὸν ὀνομαστικῶς, λέγοντες καὶ τοῦτο· «Τὸ πεῖσμα! τὸ πεῖσμα!». Ὁ δὲ ταλαίπωρος Πρόχορος, γενόμενος ἐκστατικὸς πρὸ τοῦ τοιούτου παραδόξου κακοῦ καὶ μὴ δυνάμενος νὰ πράξῃ τι, ἐλησμόνησε καὶ φαγητὸν καὶ ποτὸν καὶ ἐπέστρεψε καταπληγωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων τῶν πετρῶν. Δεικνύων δὲ τὰς πληγὰς πρὸς τὸν Ὅσιον, διηγήθη τὴν συμφορὰν τὴν ὁποίαν ἔπαθεν ἐκ τῆς παρακοῆς του.

Εἷς δὲ ἐκ τῶν ἀδελφῶν, ἀκούων ταῦτα καὶ θεωρῶν τὸν ἑαυτόν του ἱκανὸν νὰ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς δαίμονας, ἐπῆρε τὸ θάρρος καὶ εἶπε μὲ ὑπερηφάνειαν πρὸς τοὺς ἄλλους άδελφούς· «Οὗτος ὁ Μοναχός, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε γράμματα διὰ νὰ διώξῃ διὰ τούτων τοὺς δαίμονας, ἔπαθεν αὐτὸ τὸ κακόν. Ἀλλ’ ἐγὼ θαρρῶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν δύναμιν τῶν γραμμάτων, νὰ μὴ δοκιμάσω καμμίαν ἐνόχλησιν ἀπὸ τοὺς δαίμονας».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.