Ἐσυλλογίσθη τότε ὁ Ὅσιος, ὅτι ὁ Πρόχορος εἶναι ἄξιος νὰ τιμωρηθῇ ὡς πρόβατον ἀπειθὲς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε καὶ ἂς γίνῃ ἡ ὁδός σου σκότος καὶ ὀλίσθημα καὶ Ἄγγελος Κυρίου ἂς σὲ καταδιώξῃ». Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος ταῦτα μόνον εἶπεν, ὁ δὲ Θεὸς ἐσφράγισε τοὺς λόγους αὑτοὺς διὰ τῶν γεγονότων. Διότι, ἀφοῦ εἰσῆλθεν ὁ ἀπειθὴς Πρόχορος ἐντὸς τοῦ πλοιαρίου διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Λειψώ, κατὰ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας ἤρχοντο, ἀοράτως, διὰ τοῦ ἀέρος, λίθοι πυκνοὶ ὡς ἡ χάλαζα καὶ ἔπιπτον ἐπὶ τοῦ πλοιαρίου. Τὸ δὲ θαυμαστότερον, ὅτι οἱ λίθοι ἐκτύπων μόνον αὐτὸν καὶ ὄχι ἄλλον κανένα ἀπὸ τοὺς συμπλέοντας, καὶ οὕτω μόνον αὐτὸν ἐπλήγωνον. Ἠκούοντο δὲ συγχρόνως καὶ φωναί, λέγουσαι· «Τὸ πεῖσμα! τὸ πεῖσμα!».
Ἐκ τῶν παραδόξων τούτων ἐπείσθη ὁ δείλαιος, ὅτι δαιμονικαὶ δυνάμεις ἐστάλησαν ἵνα τὸν τιμωρήσουν, διὰ νὰ μάθῃ τὶ κακὸν εἶναι ἡ ἀπείθεια καὶ τὸ νὰ καταφρονῇ τις τοὺς πνευματικούς του Πατέρας. Ἐξελθὼν δὲ ἐκ τοῦ πλοιαρίου περίλυπος, ἠλευθερώθη ὀλίγον ἀπὸ τοὺς λίθους διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ συλλογισθῇ ἐκ ποίας αἰτίας συνέβη εἰς αὐτὸν τὸ τοιοῦτον κακόν. Διότι ἐὰν οἱ λίθοι ἐξηκολούθουν νὰ πίπτουν ἢ ἤθελεν ἀποκάμει τελείως ἢ ἤθελε χάσει τὰς φρένας του. Ὡς δὲ ἡτοίμαζε διὰ νὰ γευματίσῃ, ἤρχισαν πάλιν νὰ ἐκσφενδονίζωνται οἱ λίθοι κατ’ ἐπάνω του, τὸ πινάκιόν τοι κατεθρυμματίσθη καὶ τὸ φαγητόν του ἐχύθη, τὸ δὲ δοχεῖον ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἶχον τὸν δι’ αὐτὸν προοριζόμενον οἶνον συνετρίβη καὶ οἱ δαίμονες, οἵτινες τὸν ἐλιθοβόλουν, ἐκάλουν αὐτὸν ὀνομαστικῶς, λέγοντες καὶ τοῦτο· «Τὸ πεῖσμα! τὸ πεῖσμα!». Ὁ δὲ ταλαίπωρος Πρόχορος, γενόμενος ἐκστατικὸς πρὸ τοῦ τοιούτου παραδόξου κακοῦ καὶ μὴ δυνάμενος νὰ πράξῃ τι, ἐλησμόνησε καὶ φαγητὸν καὶ ποτὸν καὶ ἐπέστρεψε καταπληγωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων τῶν πετρῶν. Δεικνύων δὲ τὰς πληγὰς πρὸς τὸν Ὅσιον, διηγήθη τὴν συμφορὰν τὴν ὁποίαν ἔπαθεν ἐκ τῆς παρακοῆς του.
Εἷς δὲ ἐκ τῶν ἀδελφῶν, ἀκούων ταῦτα καὶ θεωρῶν τὸν ἑαυτόν του ἱκανὸν νὰ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς δαίμονας, ἐπῆρε τὸ θάρρος καὶ εἶπε μὲ ὑπερηφάνειαν πρὸς τοὺς ἄλλους άδελφούς· «Οὗτος ὁ Μοναχός, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε γράμματα διὰ νὰ διώξῃ διὰ τούτων τοὺς δαίμονας, ἔπαθεν αὐτὸ τὸ κακόν. Ἀλλ’ ἐγὼ θαρρῶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν δύναμιν τῶν γραμμάτων, νὰ μὴ δοκιμάσω καμμίαν ἐνόχλησιν ἀπὸ τοὺς δαίμονας».