Μία δὲ μόνον γυνὴ ἐσώθη διὰ νὰ κηρύττῃ τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἔμαθον καὶ οἱ ἄλλοι κουρσάροι καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἶχον σέβας καὶ εὐλάβειαν μεγίστην πρὸς τὸν μέγαν Λεόντιον. Τὸ ὅτι δὲ καὶ τὰ κρυπτὰ τῶν καρδιῶν ἦσαν φανερὰ εἰς τὸν Ὅσιον, θέλει ἀποδείξει τὸ ἑξῆς περιστατικόν.
Ἀπὸ τὴν Κρήτην ὁ Ὅσιος παρέλαβε μαθητήν του τινά, Ἀντώνιον ὀνομαζόμενον, εἰς τὸν ὁποῖον παρήγγειλε νὰ ἐξομολογῆται καθ’ ἑσπέραν τοὺς λογισμούς, οἵτινες ἤρχοντο εἰς αὐτὸν κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας. Ὅθεν ἀνὰ πᾶσαν ἑσπέραν ὁ Ἀντώνιος μετέβαινεν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ ἐξωμολογεῖτο πρὸς αὐτὸν ὅλους τοὺς λογισμούς του, ὡς καὶ ἀπὸ ποίαν αἰτίαν προήρχοντο. Ἡμέραν δέ τινα ἦλθεν εἰς αὐτὸν λογισμός τις ἀσήμαντος, τὸν ὁποῖον, ὡς εὐτελῆ καὶ μηδαμινόν, δὲν ἐφανέρωσεν εἰς τὸν Ἅγιον. Ἀλλὰ κάμνων μετάνοιαν, ἤθελε νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκ τοῦ κελλίου τοῦ Ὁσίου. Ὅμως ἡ παραγγελία τοῦ πνευματικοῦ του Πατρὸς ἠνάγκαζεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ ἐκεῖνον τὸν μικρὸν λογισμόν, ἵστατο δὲ ἀμφιταλαντευόμενος καὶ πότε ἐζήτει νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ εἰπῇ τὸν λογισμόν, πότε νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ τὸ κελλίον του. Τότε ὁ Ὅσιος εἶπε πρὸς τὸν Ἀντώνιον· «Εἰπέ, τέκνον, καὶ τοῦτον τὸν λογισμόν σου καὶ μὴ καταφρονῇς αὐτὸν ὡς οὐτιδανὸν καὶ ἀβλαβῆ· διότι, ὅστις καταφρονεῖ τὰ μικρά, θέλει καταφρονήσει κατόπιν καὶ τὰ μεγάλα, καθὼς ἐμάθομεν». Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἀκούσας ἀνελπίστως τοῦτο καὶ γενόμενος ἔντρομος, διότι ὁ Ὅσιος ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὸν καὶ αὐτὴν τὴν ποιότητα καὶ τὴν δύναμιν τοῦ λογισμοῦ, προσέπεσεν εὐθὺς πρὸ τῶν ποδῶν του καὶ κατηγορῶν τὸν ἑαυτόν του ὡς καταφρονητήν, ἐζήτησε καὶ ἔλαβε τὴν συγχώρησιν. Τὸ ὅτι δὲ ὁ Ὅσιος ἐγνώριζε καὶ τὰ μακρὰν γινόμενα, ὁ καθεὶς θέλει πληροφορηθῆ τοῦτο ἐκ τοῦ ἑξῆς συμβάντος, ὅπερ ἠκολούθησεν.
Εἰς τὴν Κρήτην κατῴκει Μοναχός τις, Ἀθανάσιος ὀνόματι, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ θέλων νὰ ζήσῃ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του ἐν μετανοίᾳ διὰ τὰς ἁμαρτίας, τὰς ὁποίας ὡς ἄνθρωπος εἶχε πράξει, ἦλθεν εἰς τὴν Μονὴν τῆς Πάτμου, ὅπου ἐγένετο Μεγαλόσχημος καὶ ἀφιέρωσε πλεῖστα ἀφιερώματα. Ἀλλ’ ὁ φθόνος τοῦ μισοκάλου δὲν ἄφηνεν αὐτὸν νὰ ἡσυχάσῃ εἰς τὸ Μοναστήριον, ἀλλ’ ἠνάγκασεν αὐτὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν Κρήτην καὶ νὰ μένῃ ἐκεῖ. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος μετέβη κάποτε εἰς τὴν Κρήτην, ὑπεσχέθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἀθανάσιος, ὅτι τὸν ἐρχόμενον χρόνον, ἂν στείλῃ πάλιν ἐκεῖ τὸν Ἀντώνιον, ἐξ ἅπαντος θέλει ἐπανέλθει μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸ Μοναστήριον.