Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ὅταν δὲ κἄποτε ἠρώτησεν αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος, ἐὰν ἐταράχθη ἀπὸ τὴν διαφοράν, ἥτις ἀνεφύη μεταξὺ ἀδελφῶν τινων καὶ πῶς, ἐνῷ ἔχει ἔχθραν, λειτουργεῖ, ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ὅτι ὁ ἰδικός μου ἐπίπλαστος θυμὸς μέχρι τῶν λόγων μόνον φθάνει καὶ ἀποβλέπει εἰς τὴν διόρθωσιν. Διότι ἂν δὲν δείξῃ τις ὅτι θυμώνει, πῶς ἠμπορεῖ νὰ διορθώσῃ ἐκείνους οἵτινες πταίουν;».

Ἐξεκίνησέ ποτε ὁ Ἅγιος νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, κατὰ δὲ τὸν πλοῦν, λόγῳ τρικυμίας, κατέφυγον εἰς μικράν τινα νῆσον, ἥτις εἶναι ἀντικρὺ εἰς τὰς Φώκιας, εἰς τὰς ὁποίας κατῴκει πλούσιος τις, Μαῦρος ἐπονομαζόμενος. Οὗτος μεταβαίνων, κατὰ τύχην, εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην νῆσον καὶ μαθὼν ὅτι ἐντὸς τοῦ πλοιαρίου ἦτο ὁ θεῖος Λεόντιος, ἐχάρη πολύ, διότι εἶχε ἀκούσει ὅσα περὶ τοῦ Ὁσίου ἐφημίζοντο. Ὅθεν τοῦ ἐφάνη ὅτι εὗρε μέγαν θησαυρόν. Παρεκάλεσε λοιπὸν τὸν Ὅσιον νὰ μεταβῇ εἰς τὰς Φώκιας, διὰ νὰ εὐλογήσῃ τὸν οἶκόν του. Παραλαβὼν τότε ὁ Ὅσιος μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν Ἀντώνιον καὶ τὸν Ἀνδρόνικον, τοὺς μαθητάς του, μετέβη πράγματι εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Μαύρου, ὅπου ηὐχήθη αὐτὸν καὶ τὴν σύζυγόν του καὶ εὐλογήσας τὸν οἶκόν των ἐνουθέτησε τούτους μὲ ψυχωφελεῖς νουθεσίας. Ὅταν δὲ ἤθελε νὰ ἀναχωρήσῃ προσέπεσαν πρὸ τῶν ποδῶν του τόσον ὁ ἀνὴρ ὅσον καὶ ἡ σύζυγός του καὶ παρεκάλουν θερμῶς νὰ εὐχηθῇ, ἵνα ὁ Κύριος δωρήσῃ εἰς αὐτοὺς τέκνον, διότι ἦσαν ἄτεκνοι καί, ὡς ἐκ τούτου, ᾐσθάνοντο μεγάλην λύπην. Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπεν· «Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀνάγκην καθὼς καὶ σεῖς ἀπὸ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ὅμως, κατὰ τὴν πίστιν σας, ἂς γίνῃ τὸ αἴτημά σας καὶ ἂς σᾶς δώσῃ ὁ Κύριος τέκνον τὸ προσεχὲς ἔτος». Τοῦτο δὲ καὶ ἐγένετο, κατὰ τὴν πρόρρησιν καὶ τὴν εὐχὴν τοῦ Ὁσίου, καὶ τὸ ἑπόμενον ἔτος ἐγέννησεν ἡ σύζυγος τοῦ Μαύρου παιδίον θῆλυ, τὸ ὁποῖον ὠνόμασαν Λεοντώ, εἰς τιμὴν τοῦ Ὁσίου.

Ἄλλοτε πάλιν ἐκκινήσας ὁ Ὅσιος ἵνα μεταβῇ, εἰς τὴν βασιλεύουσαν διὰ νὰ ρυθμίσῃ τὰς ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηρίου, εὗρεν ἀντίθετον ἄνεμον καὶ ἐπέστρεψεν ἀναμένων ἐντὸς τοῦ πλοιαρίου, ἕως ὅτου πνεύση εὐνοϊκὸς ἄνεμος. Ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ ἠσθένησε βαρέως καὶ ἀνεβίβασαν αὐτὸν διὰ κλίνῃς εἰς τὸ Μοναστήριον, ὑπέφερε δὲ φρικτῶς, μὴ δυνάμενος οὔτε νὰ φάγῃ οὔτε νὰ πίῃ οὔτε νὰ ὁμιλήσῃ. Ἐπὶ διάστημα δὲ δέκα τεσσάρων ἡμερῶν μόνον ἀπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἐγνωρίζετο, ὅτι ζῇ, ἕως ὅτου ἀπέλιπον αἱ δυνάμεις αὐτοῦ καὶ ἤγγισεν εἰς τὸν θάνατον. Ἕνεκα τούτου ἡτοιμάσθησαν τὰ ἁρμόδια διὰ τὸν ἐνταφιασμόν του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.