Οἱ δὲ μαθηταί του ἐπέμενον νὰ δεχθῇ τὸ ἀξίωμα τοῦτο καὶ μάλιστα ὁ Ἀντώνιος, ἔλεγον δὲ πρὸς αὐτόν· «Νομίζομεν, ὦ Πάτερ, ὅτι δὲν θέλεις νὰ εὐεργετήσῃς οὔτε τὸν ἑαυτόν σου οὔτε ἡμᾶς, οἵτινες, μετὰ Θεόν, πρὸς σὲ ἐλπίζομεν, οὔτε τὸ Μοναστήριόν σου. Διότι πῶς θὰ θελήσῃ ὁ βασιλεὺς νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν αἴτησίν σου διὰ τὸ Μοναστήριον, ἀφοῦ σὺ παρήκουσες τὴν αἴτησίν του δύο φοράς; Ἂν ἤθελες γίνει Ἀρχιερεὺς τῆς Κύπρου, βεβαίως καὶ ἡμεῖς θὰ σὲ εἴχομεν ὡς βοηθὸν εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὸ Μοναστήριόν μας θὰ ἐμεγαλύνετο καὶ θὰ ἀνέθαλλε».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος, εἶπε πρὸς τὸν Ἀντώνιον· «Διατὶ μὲ βιάζεις, τέκνον, νὰ σοὶ ἐκμυστηρευθῶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μόνος ὁ Θεὸς ἐβουλεύθη δι’ ἐμὲ τὸν ταπεινόν, τὸ ὁποῖον οὔτε ὁ βασιλεὺς γνωρίζει, οὔτε σὺ ἠδυνήθης νὰ μάθῃς;». Ὁ Ἀντώνιος τότε ἠρώτησε· «Τί εἶναι, τοῦτο, τίμιε Πάτερ;». Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Ὁ ἐπουράνιος Βασιλεὺς ηὐδόκησε νὰ μὲ προορίσῃ διὰ Πατριάρχην· πῶς λοιπὸν ὁ ἐπίγειος βασιλεὺς λογίζεται νὰ μὲ κάμῃ Ἐπίσκοπον;». Ἀλλ’ ὁ Ἀντώνιος πάλιν ἠρώτησε· «Καὶ εἰς ποῖον θρόνον, Πάτερ Ἅγιε, μέλλει νὰ σὲ κάμῃ Πατριάρχην ὁ Θεός;». Καὶ ὁ Ὅσιος εἶπε· «Τὸ ὅτι θὰ γίνω Πατριάρχης ἐπληροφορήθην ἀκριβῶς παρὰ Κυρίου, εἰς ποῖον ὅμως θρόνον θὰ πατριαρχεύσω δὲν μοὶ ἀπεκαλύφθη».
Κατὰ τὴν πρόρρησιν λοιπὸν ταύτην καὶ εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προορισθέντα καιρόν, ἐγένετο ὁ θεῖος Λεόντιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Κινούμενος δὲ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον καθωδήγει αὐτόν, κατέστησεν Οἰκονόμον τῆς ἐν Πάτμῳ Μονῆς τὸν Ἀντώνιον, τοῦ προεῖπε δὲ ὅτι θὰ γίνῃ καὶ Ἡγούμενος, διαδεχόμενος ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον διώρισεν ὁ Ἅγιος. Τοῦτο καὶ ἐγένετο. Ἐπειδὴ δὲ ὁ μέγας οὗτος ἐγένετο Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, εἰσελθὼν εἰς πλοῖον μετέβαινεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Διερχόμενος δὲ ἀπὸ τὴν Πάτμον ἀνῆλθεν εἰς τὸ Μοναστήριον καί, σφραγίσας διὰ τῆς τιμίας χειρὸς αὐτοῦ τὸν Ἡγούμενον, τὸν ὁποῖον διώρισε, μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησε. Τότε ἐνεθυμήθησαν οἱ ἀδελφοὶ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ὁσίου, εἰπόντος, ὅταν ἐβίαζον αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν βασιλεύουσαν, ὅτι περαστικῶς θὰ ἔβλεπε πλέον τὴν Πάτμον.
Μεταβὰς δὲ εἰς τὴν Ρόδον, ἐπειδὴ ἔφθασεν ὁ χειμών, ἀπεφάσισε νὰ μείνῃ ἐκεῖ μέχρι τῆς ἀνοίξεως. Διεμήνυσε λοιπὸν εἰς τὸν Οἰκονόμον Ἀντώνιον, ὅτι ἐτελείωσαν τὰ πρὸς τροφὴν χρειώδη καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ προμηθευθοῦν ἄλλα, διὰ τοῦτο τὸν ἐκάλει νὰ ἐπιμεληθῇ ἐκεῖνος καὶ νὰ τοὺς φέρῃ ὅ,τι ἦτο χρήσιμον.