Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Οἱ δὲ μαθηταί του ἐπέμενον νὰ δεχθῇ τὸ ἀξίωμα τοῦτο καὶ μάλιστα ὁ Ἀντώνιος, ἔλεγον δὲ πρὸς αὐτόν· «Νομίζομεν, ὦ Πάτερ, ὅτι δὲν θέλεις νὰ εὐεργετήσῃς οὔτε τὸν ἑαυτόν σου οὔτε ἡμᾶς, οἵτινες, μετὰ Θεόν, πρὸς σὲ ἐλπίζομεν, οὔτε τὸ Μοναστήριόν σου. Διότι πῶς θὰ θελήσῃ ὁ βασιλεὺς νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν αἴτησίν σου διὰ τὸ Μοναστήριον, ἀφοῦ σὺ παρήκουσες τὴν αἴτησίν του δύο φοράς; Ἂν ἤθελες γίνει Ἀρχιερεὺς τῆς Κύπρου, βεβαίως καὶ ἡμεῖς θὰ σὲ εἴχομεν ὡς βοηθὸν εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὸ Μοναστήριόν μας θὰ ἐμεγαλύνετο καὶ θὰ ἀνέθαλλε».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος, εἶπε πρὸς τὸν Ἀντώνιον· «Διατὶ μὲ βιάζεις, τέκνον, νὰ σοὶ ἐκμυστηρευθῶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μόνος ὁ Θεὸς ἐβουλεύθη δι’ ἐμὲ τὸν ταπεινόν, τὸ ὁποῖον οὔτε ὁ βασιλεὺς γνωρίζει, οὔτε σὺ ἠδυνήθης νὰ μάθῃς;». Ὁ Ἀντώνιος τότε ἠρώτησε· «Τί εἶναι, τοῦτο, τίμιε Πάτερ;». Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Ὁ ἐπουράνιος Βασιλεὺς ηὐδόκησε νὰ μὲ προορίσῃ διὰ Πατριάρχην· πῶς λοιπὸν ὁ ἐπίγειος βασιλεὺς λογίζεται νὰ μὲ κάμῃ Ἐπίσκοπον;». Ἀλλ’ ὁ Ἀντώνιος πάλιν ἠρώτησε· «Καὶ εἰς ποῖον θρόνον, Πάτερ Ἅγιε, μέλλει νὰ σὲ κάμῃ Πατριάρχην ὁ Θεός;». Καὶ ὁ Ὅσιος εἶπε· «Τὸ ὅτι θὰ γίνω Πατριάρχης ἐπληροφορήθην ἀκριβῶς παρὰ Κυρίου, εἰς ποῖον ὅμως θρόνον θὰ πατριαρχεύσω δὲν μοὶ ἀπεκαλύφθη».

Κατὰ τὴν πρόρρησιν λοιπὸν ταύτην καὶ εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προορισθέντα καιρόν, ἐγένετο ὁ θεῖος Λεόντιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Κινούμενος δὲ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον καθωδήγει αὐτόν, κατέστησεν Οἰκονόμον τῆς ἐν Πάτμῳ Μονῆς τὸν Ἀντώνιον, τοῦ προεῖπε δὲ ὅτι θὰ γίνῃ καὶ Ἡγούμενος, διαδεχόμενος ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον διώρισεν ὁ Ἅγιος. Τοῦτο καὶ ἐγένετο. Ἐπειδὴ δὲ ὁ μέγας οὗτος ἐγένετο Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, εἰσελθὼν εἰς πλοῖον μετέβαινεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Διερχόμενος δὲ ἀπὸ τὴν Πάτμον ἀνῆλθεν εἰς τὸ Μοναστήριον καί, σφραγίσας διὰ τῆς τιμίας χειρὸς αὐτοῦ τὸν Ἡγούμενον, τὸν ὁποῖον διώρισε, μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησε. Τότε ἐνεθυμήθησαν οἱ ἀδελφοὶ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ὁσίου, εἰπόντος, ὅταν ἐβίαζον αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν βασιλεύουσαν, ὅτι περαστικῶς θὰ ἔβλεπε πλέον τὴν Πάτμον.

Μεταβὰς δὲ εἰς τὴν Ρόδον, ἐπειδὴ ἔφθασεν ὁ χειμών, ἀπεφάσισε νὰ μείνῃ ἐκεῖ μέχρι τῆς ἀνοίξεως. Διεμήνυσε λοιπὸν εἰς τὸν Οἰκονόμον Ἀντώνιον, ὅτι ἐτελείωσαν τὰ πρὸς τροφὴν χρειώδη καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ προμηθευθοῦν ἄλλα, διὰ τοῦτο τὸν ἐκάλει νὰ ἐπιμεληθῇ ἐκεῖνος καὶ νὰ τοὺς φέρῃ ὅ,τι ἦτο χρήσιμον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.