Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ὁ ἰατρεύων τοὺς συντετριμμένους, ἐδώρησεν εἰς τὸν Ὅσιον δέκα τρεῖς ἥμισυ χρόνους ζωῆς ἀκόμη, ὅσαι δηλαδὴ ἦσαν καὶ αἱ ἡμέραι τῆς ἀσθενείας του. Διότι κατὰ τὸ τέλος τῆς δεκάτης τετάρτης ἡμέρας ἔλαβε, δι’ ἀποκαλύψεως παρὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσθήκην τῶν χρόνων καὶ εὐθὺς ἤρχισε νὰ ἀναλαμβάνῃ καὶ νὰ δέχεται ὀλίγην τροφήν. Ἔπαυσε δὲ καὶ ὁ ἀντίθετος ἄνεμος καὶ οἱ ναῦται ἤθελον νὰ ταξιδεύουν. Ἀναβάντες δὲ εἰς τὸ Μοναστήοιον, ἠρώτησαν τὸν Ὅσιον ποῖον θέλει νὰ στείλῃ ἀντ’ αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος, μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην, διώρισεν ἐπιστάτην τὸν Ἀντώνιον. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεχθεὶς τὸν λόγον ὡς βέλος εἰς τὴν καρδίαν του, ἀπεκρίθη· «Εἰς τί σοῦ ἔπταισα, Πάτερ, ὥστε νὰ στερηθῶ τῶν τελευταίων σου εὐχῶν; Σὺ μετ’ ὀλίγον ἀποθνῄσκεις καὶ ἐγκαταλείπεις ἡμᾶς ὀρφανούς. Δὲν ἀρκεῖ τὸ ὅτι ὁ χωρισμός σου εἶναι δι’ ἐμὲ ἀνυπόφορος; Ὅμως τὸ νὰ μὴ ἀπολαύσω τὰς τελευταίας σου εὐχὰς δὲν θέλω ὑποφέρει, ὄχι νὰ τὸ ἀκούσω, ἀλλ᾽ οὐδὲ κἂν νὰ τὸ σκεφθῶ».

Ταῦτα εἶπεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ Ἀντώνιος μὲ μεγάλην του λύπην. Ὁ δὲ Ἅγιος, προσκαλέσας τοῦτον νὰ ὑπάγῃ πλησίον αὐτοῦ, εἶπεν· «Ἀληθῶς, ὦ Ἀντώνιε, ἐνόμισας ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου ἐτελείωσεν; Ἀλλ’ ὁ Χριστός μου ἀνενέωσε τοῦτον. Διότι ἐφάνη εἰς ἐμὲ ἕνεκα τῆς ἀνεκλαλήτου φιλανθρωπίας Αὐτοῦ, καθὼς ἔχει συνήθειαν νὰ ἔρχεται πρὸς ἐμὲ καὶ μοὶ ἐδώρησε προσθήκην ζωῆς χρόνων δέκα τριῶν καὶ ἡμίσεος. Ὕπαγε λοιπὸν χαίρων καὶ πίστευε, ὅτι ἀκόμη ἐπὶ δέκα τρεῖς ἥμισυ χρόνους θέλεις μὲ ἔχει πλησίον σου νὰ σοῦ ὁμιλῶ. Οὕτως εἶπεν ὁ Ὅσιος, τὰ δὲ γεγονότα ἠκολούθησαν συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους. Εἰς τὸ διάστημα δὲ τῶν χρόνων, τοὺς ὁποίους ἐδώρησεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ Θεός, ἐτέλεσε καὶ τὰ ἄλλα θαυμάσια, ἐγένετο δὲ ναὶ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ὁ τρισμακάριστος, ὡς θέλομεν κατωτέρω διηγηθῆ.

Κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος ηὐδόκησεν ὁ Κύριος καὶ μετέβη πάλιν ὁ Ἅγιος μετὰ τοῦ Ἀντωνίου εἰς τὴν Κρήτην, διὰ νὰ παραλάβῃ τὸ συνειθισμένον σιτηρέσιον τοῦ Μοναστηρίου. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ φορολόγος τῆς Κρήτης ἐκράτησε τὸν ὡρισμένον σῖτον, ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι εἰς τὴν Πάτμον. Οἱ δὲ ἀδελφοί, ὡς ἔχοντες ἀνάγκας, παρεκάλεσαν τὸν Ὅσιον νὰ μεταβῇ εἰς τὴν βασιλεύουσαν καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὸν βασιλέα, διὰ νὰ μὴ στερηθοῦν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ὡρισμένου σιτηρεσίου των. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος τότε μὲν ἐσιώπησε καὶ δὲν ἀπεκρίθη, θέλων νὰ πληροφορηθῇ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ὡδήγει τοῦτον, ποῖον τέλος θὰ εἶχε τὸ ταξίδιόν του εἰς Κωνσταντινούπολιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.