Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ὁ ἰατρεύων τοὺς συντετριμμένους, ἐδώρησεν εἰς τὸν Ὅσιον δέκα τρεῖς ἥμισυ χρόνους ζωῆς ἀκόμη, ὅσαι δηλαδὴ ἦσαν καὶ αἱ ἡμέραι τῆς ἀσθενείας του. Διότι κατὰ τὸ τέλος τῆς δεκάτης τετάρτης ἡμέρας ἔλαβε, δι’ ἀποκαλύψεως παρὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσθήκην τῶν χρόνων καὶ εὐθὺς ἤρχισε νὰ ἀναλαμβάνῃ καὶ νὰ δέχεται ὀλίγην τροφήν. Ἔπαυσε δὲ καὶ ὁ ἀντίθετος ἄνεμος καὶ οἱ ναῦται ἤθελον νὰ ταξιδεύουν. Ἀναβάντες δὲ εἰς τὸ Μοναστήοιον, ἠρώτησαν τὸν Ὅσιον ποῖον θέλει νὰ στείλῃ ἀντ’ αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος, μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην, διώρισεν ἐπιστάτην τὸν Ἀντώνιον. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεχθεὶς τὸν λόγον ὡς βέλος εἰς τὴν καρδίαν του, ἀπεκρίθη· «Εἰς τί σοῦ ἔπταισα, Πάτερ, ὥστε νὰ στερηθῶ τῶν τελευταίων σου εὐχῶν; Σὺ μετ’ ὀλίγον ἀποθνῄσκεις καὶ ἐγκαταλείπεις ἡμᾶς ὀρφανούς. Δὲν ἀρκεῖ τὸ ὅτι ὁ χωρισμός σου εἶναι δι’ ἐμὲ ἀνυπόφορος; Ὅμως τὸ νὰ μὴ ἀπολαύσω τὰς τελευταίας σου εὐχὰς δὲν θέλω ὑποφέρει, ὄχι νὰ τὸ ἀκούσω, ἀλλ᾽ οὐδὲ κἂν νὰ τὸ σκεφθῶ».
Ταῦτα εἶπεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ Ἀντώνιος μὲ μεγάλην του λύπην. Ὁ δὲ Ἅγιος, προσκαλέσας τοῦτον νὰ ὑπάγῃ πλησίον αὐτοῦ, εἶπεν· «Ἀληθῶς, ὦ Ἀντώνιε, ἐνόμισας ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου ἐτελείωσεν; Ἀλλ’ ὁ Χριστός μου ἀνενέωσε τοῦτον. Διότι ἐφάνη εἰς ἐμὲ ἕνεκα τῆς ἀνεκλαλήτου φιλανθρωπίας Αὐτοῦ, καθὼς ἔχει συνήθειαν νὰ ἔρχεται πρὸς ἐμὲ καὶ μοὶ ἐδώρησε προσθήκην ζωῆς χρόνων δέκα τριῶν καὶ ἡμίσεος. Ὕπαγε λοιπὸν χαίρων καὶ πίστευε, ὅτι ἀκόμη ἐπὶ δέκα τρεῖς ἥμισυ χρόνους θέλεις μὲ ἔχει πλησίον σου νὰ σοῦ ὁμιλῶ. Οὕτως εἶπεν ὁ Ὅσιος, τὰ δὲ γεγονότα ἠκολούθησαν συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους. Εἰς τὸ διάστημα δὲ τῶν χρόνων, τοὺς ὁποίους ἐδώρησεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ Θεός, ἐτέλεσε καὶ τὰ ἄλλα θαυμάσια, ἐγένετο δὲ ναὶ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ὁ τρισμακάριστος, ὡς θέλομεν κατωτέρω διηγηθῆ.
Κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος ηὐδόκησεν ὁ Κύριος καὶ μετέβη πάλιν ὁ Ἅγιος μετὰ τοῦ Ἀντωνίου εἰς τὴν Κρήτην, διὰ νὰ παραλάβῃ τὸ συνειθισμένον σιτηρέσιον τοῦ Μοναστηρίου. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ φορολόγος τῆς Κρήτης ἐκράτησε τὸν ὡρισμένον σῖτον, ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι εἰς τὴν Πάτμον. Οἱ δὲ ἀδελφοί, ὡς ἔχοντες ἀνάγκας, παρεκάλεσαν τὸν Ὅσιον νὰ μεταβῇ εἰς τὴν βασιλεύουσαν καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὸν βασιλέα, διὰ νὰ μὴ στερηθοῦν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ὡρισμένου σιτηρεσίου των. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος τότε μὲν ἐσιώπησε καὶ δὲν ἀπεκρίθη, θέλων νὰ πληροφορηθῇ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ὡδήγει τοῦτον, ποῖον τέλος θὰ εἶχε τὸ ταξίδιόν του εἰς Κωνσταντινούπολιν.