Ὁ Ἀντώνιος ὅμως, κυριευόμενος ὑπὸ τοῦ φόβου, εἶπε· «Δὲν ἐξέρχομαι, Πάτερ, ἀπὸ τὸ κελλίον σου, ἂν δὲν μὲ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τοῦτον τὸν πειρασμὸν τοῦ ἐχθροῦ. Διότι ποῦ νὰ ὑπάγω; Εἰς τὸ κελλίον μου; Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι τὸ ὁρμητήριον τοῦ πειρασμοῦ, ὅστις μὲ ἐνοχλεῖ».
Ἰδὼν τότε ὁ Ὅσιος, ὅτι ἀπὸ τὸν φόβον του δὲν ἠδύνατο οὐδὲ εἰς τὸ κελλίον του νὰ εἰσέλθῃ, ἠγέρθη ἐκ τοῦ σκαμνίου εἰς το ὁποῖον ἐκάθητο καὶ σταθεὶς πρὸ τοῦ προσκυνηταρίου, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ κελλίον του, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, τὴν βλασφημουμένην ἀπὸ τὸν δαίμονα, νὰ βοηθήσουν τὸν ἀδελφόν. Ἔπειτα λαβὼν τὴν δεξιὰν χεῖρα τοῦ Ἀντωνίου ἔφερε ταύτην ἐπὶ τοῦ τραχήλου του καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἀντώνιον· «Ἡ τοιαύτη σου ἁμαρτία, τέκνον, ἂς εἶναι ἐπάνω εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὸν ἰδικόν μου ταπεινὸν τράχηλον. Ἂν δὲ σὲ πολεμήσῃ πάλιν ὁ ἐχθρός, εἰπὲ πρὸς αὐτόν· «Δι’ εὐχῶν τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ Λεοντίου, σὲ λογίζομαι, ἐχθρὲ τῆς ἀληθείας, ὡς ἕνα κύνα μιαρὸν καὶ ἀκάθαρτον». Ὡς δὲ ὁ Ἀντώνιος ἐδιδάχθη ταῦτα καὶ ὡπλίσθη κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἐποίησε μετάνοιαν καὶ ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου. Εὐθὺς τότε ἔπαυσεν ὁ πόλεμος καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς βλασμημίας ἐχάθησαν τελείως, ὡς νὰ μὴ εἶχον ἐμφανισθῆ οὐδέποτε. Τόσον δὲ μόνον ἀπέμειναν, ὥστε τὴν νύκτα ἐκείνην ἤκουσε φωνάς, χωρὶς νὰ ἴδῃ θεωρίαν τινά, αἱ ὁποῖαι ὕβριζον τὸν Ὅσιον καὶ ἠπείλουν αὐτόν. Ἔλεγον δὲ ἀκόμη καὶ ταῦτα· «Καλόν σοι, καλόν σοι, ὅτι κατέφυγες εἰς τὸν Λεόντιον καὶ ἤλπισας εἰς αὐτόν. Διότι, ἂν δὲν ἔπραττες οὕτω, θὰ ἐμάνθανες ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶχες νὰ πάθῃς». Ὅτι δὲ ὁ μέγας Λεόντιος εἶχεν ὑποτεταγμένον καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ καὶ τοῦτο πάλιν θέλει ἀποδειχθῆ διὰ τῆς ἑξῆς διηγήσεως.
Ἡ Μονὴ τῆς Πάτμου εἶχε πολλοὺς Μοναχοὺς καὶ ἀπὸ διαφόρους φυλὰς καὶ ἤθη, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἄνθρωποι, ἐσυγχύζοντο ἐνίοτε μεταξύ των καὶ παρήκουον καὶ ἠμέλουν τὰς ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηρίου. Ὅθεν πολλάκις ὁ Ὅσιος ἐπέβαλλεν εἰς αὐτοὺς κανόνα μὲ σφοδρότητα καὶ ὠνείδιζε τούτους ὡς ἀμελεῖς πρὸς τὸ πρέπον. Ἀλλ’ ὅμως, κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον ἔλεγε, καὶ ἔπραττε ταῦτα, ἐντὸς δὲ τῆς καρδίας του δὲν ἐταράττετο ποσῶς, ἀλλ’ ἦτο πάντοτε, ἀτάραχος καί, ὅταν τὸ ἐκάλει ὁ καιρός, δὲν ἠμπόδιζεν ἑαυτὸν ἀπὸ τὰ θεῖα Μυστήρια, ὡς δὲ νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, οὐδὲ ἡ ἐλαχίστη ταραχή, οὕτως ἀταράχως εἰσήρχετο εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα καὶ ἐτελείωνε τὴν θείαν Λειτουργίαν.